«Όλος ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή κι όλοι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, ηθοποιοί που κάνουν εισόδους κι εξόδους από τη σκηνή και παίζουν όχι έναν αλλά πολλούς ρόλους κατά τη διάρκεια των επτά εποχών τους.» Έτσι έχει γράψει ο William Shakespeare για τους ανθρώπους και τους ρόλους που καλούνται να φορέσουν σε αυτή τη μεγάλη παράσταση που λέγεται «ζωή».
Γιατί μπορεί να ‘σαι ο γιος, η κόρη, ο αδερφός, η αδερφή, ο πατέρας ή η μητέρα κάποιου. Ταυτόχρονα να ‘σαι μαθητής, δάσκαλος, επιστήμονας, φίλος, ποδοσφαιριστής, ταξιδευτής, καλλιτεχνική φυσιογνωμία, σύζυγος, συνάδελφος, σύντροφος, εραστής…
Ρόλοι που σε καθορίζουν κι αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία συγκροτείς τη σχέση σου με τον κόσμο και με τους άλλους ανθρώπους. Ποιοι, όμως, μας δίνουν αυτούς τους ρόλους και γιατί με μανία κι επιμονή πασχίζουμε να τους υποδυθούμε, ακόμη κι αν δεν έχουν γραφτεί και ραφτεί στα δικά μας μέτρα;
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, όλοι μας τη ζωή μας με τους πρώτους μας ρόλους, τους οποίους μας έδωσαν οι γονείς μας, στα πρώτα μας παιδικά χρόνια. Πήραμε γενναιόδωρα τον ρόλο του καλού παιδιού, του άτακτου, του κοινωνικού, του ευγενικού ή του αντιδραστικού. Στη συνέχεια αρχίσαμε να προσθέτουμε κι άλλους ρόλους, του συνεργάσιμου στην ομάδα μπάσκετ, του αδιάλλακτου, του σούπερ μαθητή στο φροντιστήριο, του ωραίου στην παρέα, του αστείου, του βαρετού, του σοβαρού ή του σοβαροφανή. Έρχονται ύστερα κι άλλες επιλογές που θα μας θα μας δώσουν επιπλέον ρόλους, ίσως πιο σύνθετους, στην επαγγελματική μας, την ερωτική μας, την κοινωνική μας ζωή, την οικογένειά μας και σ’ όποιο άλλο πεδίο μας απασχολεί.
Βέβαια, όλες αυτές είναι περιπτώσεις αναμενόμενων και σε γενικές γραμμές φυσιολογικών και καθιερωμένων ρόλων που καλούμαστε οι πιο πολλοί να αναλάβουμε, μέσα σε ένα πλαίσιο φυσιολογικής εξέλιξης και ροής των πραγμάτων. Ωστόσο, σίγουρα θα ‘χεις δει ή ίσως θα ‘χεις επωμιστεί και ρόλους που δε θα ‘πρεπε να ενσαρκώσεις, που στους έδωσαν χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις κι εσύ…
Σκέψου, για παράδειγμα, μια οικογένεια στην οποία η μητέρα έχει φύγει απ’ το σπίτι κι η κόρη, που είναι ίσως ανήλικη, συνεχίζει να ζει με τον μπαμπά και να τον φροντίζει. Φαντάζεσαι, λοιπόν, το κορίτσι εκείνο να αρχίζει σιγά-σιγά να συμπεριφέρεται στον πατέρα όπως έκανε παλιά η μαμά της, ζώντας τη ζωή της μητέρας της στο σπίτι, χωρίς να ‘χει δική της προσωπική ζωή. Δεν απολαμβάνει τη χαρά της ηλικίας της και στερεί απ’ τον εαυτό της τη διαδικασία της εξέλιξης και το ομαλό πέρασμα στην ενηλικίωση. Η κόρη, λοιπόν, έχει αλλάξει ρόλο κι έχει πάρει αυτόν της φροντιστικής συντρόφου, κι αν έχει και μικρότερα αδέλφια, κι αυτόν του κηδεμόνα τους.
Άλλο ένα σενάριο μπορεί να ‘ναι κι αυτό: Ο πατέρας είναι εκείνος που έχει φύγει απ’ το σπίτι κι έτσι η μητέρα έχει δώσει σε ένα απ’ τα παιδιά της (συνήθως το μεγαλύτερο), τον ρόλο του προστάτη. Φαντάζεσαι εδώ το πρωτότοκο παιδί να συζητάει μαζί με τη μητέρα του για θέματα που δεν το αφορούν άμεσα, να αποφασίζει μαζί της για ό,τι προκύπτει στην οικογένεια και να βαραίνει με ευθύνες και προβλήματα που δε συνάδουν με την ηλικία ενός παιδιού.
Το πρόβλημα, βέβαια, και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι το παιδί αναλαμβάνει ευθύνες που δε χρειαζόταν να ‘χει και μπαίνει σ’ ένα μοτίβο σκέψης που αργότερα, στη μετέπειτα ζωή του, θα αποδειχθεί δυσλειτουργικό, καθώς το άτομο έχει εξουθενωθεί με την πρόωρη ενηλικίωσή του κι έτσι αρνείται να αναλάβει τα καθήκοντά του.
Το ερώτημα που γεννιέται εδώ είναι το εξής: Γιατί συνεχίζουμε να κρατάμε τους ρόλους που δε μας κάνουν ευτυχισμένους, τους ρόλους που ‘ναι κόντρα σε εμάς; Άλλωστε, οι κόντρα ρόλοι φτιάχτηκαν για τους ηθοποιούς κι όχι για καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι αναζητούν την ευτυχία και την εσωτερική αρμονία…
Αν το καλοσκεφτείς, ωστόσο, κι εσύ ο ίδιος, δεν είναι λίγες οι φορές που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε τους συγκεκριμένους ρόλους. Κι αυτό γιατί τους υιοθετούμε για τόσο καιρό που πλέον γίνονται δεύτερη φύση μας. Επίσης, η διαδικασία της αλλαγής είναι δύσκολη κι απαιτητική και πολλοί από εμάς την αποφεύγουμε με κάθε τρόπο.
Βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι τα συναισθήματά μας κι η συμπεριφορά μας απορρέουν από τους εκάστοτε ρόλους μας, θα πρέπει συχνά να αναστοχαζόμαστε, για να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε ποιοι ρόλοι μάς εξυπηρετούν και μας διασκεδάζουν, ώστε να τους διατηρήσουμε και να τους εμπλουτίσουμε, και ποιοι μόνο μας εξαντλούν, ώστε να τους εγκαταλείψουμε και να ανανεωθούμε μέσα από άλλους, πιο συναρπαστικούς.
Φαίνεται, επομένως, όλο αυτό να μοιάζει σαν μια μικρή σκακιέρα. Μια σκακιέρα κι η ίδια η ζωή, μια παρτίδα σκάκι. Κάθε πιόνι έχει συγκεκριμένο ρόλο στο παιχνίδι και συγκεκριμένες κινήσεις που μπορεί να κάνει. Δεν έχει επιλέξει να ‘ναι έτσι, αλλά βαδίζει σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Η διαφορά, βεβαίως, με το σκάκι είναι ότι στην πραγματική ζωή έχουμε τη δυνατότητα να διερευνήσουμε τον δικό μας ρόλο, αλλά και των ατόμων που περιλαμβάνονται σε αυτήν. Έτσι, κατανοώντας ποιον ρόλο έχουμε επιφορτιστεί ασυνείδητα, και κατόπιν δουλεύοντάς τον, μπορούμε να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τα κομμάτια που δε μας ταιριάζουν ή δε μας αρέσουν, μετακινούμενοι με αυτόν τον τρόπο πιο ενεργά στη σκακιέρα της ζωής μας!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη