Ο κόσμος της ψυχολογίας συμφωνεί σχεδόν σύσσωμος ότι η υπερανάλυση είναι μια διαδικασία σκέψης που ξεκινάει τις περισσότερες φορές από τον φόβο μη μείνει κανείς μόνος με τον εαυτό του. Προέρχεται από μια διάχυτη αίσθηση ανασφάλειας και μειονεξίας, καταλήγοντας να την αναπαράγει. Ο φόβος, με άλλα λόγια, ότι δεν έχουμε τον πλήρη έλεγχο του προσωπικού ή συλλογικού περιβάλλοντος κινητοποιεί τον μηχανισμό επίλυσης προβλημάτων μέσα από τη διαδικασία ανάλυσης.

Απ’ τη στιγμή όμως που πρόκειται περισσότερο για μια προβληματική ψυχική κατάσταση παρά για υγιή διαδικασία, το αίτημα της επίλυσης ενός προβλήματος όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται, αλλά το προς επίλυση πρόβλημα μάλλον διογκώνεται. Μάλιστα, ψυχολόγοι επισημαίνουν ότι όταν σκεφτόμαστε υπερβολικά και καταλήγουμε να αναλύουμε τις πράξεις, τα λόγια και τα συναισθήματα των άλλων και του εαυτού μας, κινδυνεύουμε από άγχος και κατάθλιψη.

Αν και η πρόθεση των περισσοτέρων είναι να μπουν στη διαδικασία να κατανοήσουν τα κίνητρα των άλλων, να συνδέσουν σκέψεις με συναισθήματα, να ερμηνεύσουν και να δώσουν νόημα σε καταστάσεις και σχέσεις (φιλικές, επαγγελματικές, ερωτικές), συχνά καταλήγουμε να αναλωνόμαστε σε ατελείωτους εσωτερικούς μονολόγους, εξαντλώντας τη δημιουργικότητά μας σε υποθέσεις για το τι μπορεί να συμβεί στη μια ή την άλλη περίπτωση. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η ικανότητά μας να εξερευνούμε τις σκέψεις μας και να αναλύουμε τα δεδομένα της εσωτερικής μας πραγματικότητας και των ανθρώπων που μπλέκονται στη ζωή μας είναι σίγουρα σημαντική. Και λέω σημαντική, γιατί είναι μια διαδικασία που μας βοηθάει να συνδέουμε διαφορετικά μεταξύ τους ερεθίσματα και να βρίσκουμε νόημα.

Ωστόσο, η «κόκκινη» γραμμή είναι το σημείο εκείνο που η ενασχόλησή μας με τις ίδιες μας τις σκέψεις γίνεται αυτοσκοπός, παύοντας πλέον να αποτελεί μέσο για τη βελτίωση των σχέσεών μας με τους άλλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δε χρησιμοποιούμε την ικανότητά μας να κάνουμε συνδέσεις για να διευκολύνουμε την καθημερινότητά μας, αλλά το μόνο που καταφέρνουμε είναι να την περιπλέκουμε περισσότερο.

 

 

Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι το λογικό κομμάτι του εγκεφάλου μας λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο, τον οποίο οι περισσότεροι δεν έχουμε κατανοήσει. Αυτό το μαγικό όργανο -όσο κι αν μας φαίνεται απίστευτο- δεν έχει στόχο να μας κάνει ευτυχισμένους, δε δίνει σημασία αν είμαστε χαρούμενοι ή λυπημένοι. Αποσκοπεί απλώς στο να μας βοηθήσει να επιβιώσουμε(!). Συνεπώς, κάνοντας σκέψεις αρνητικές -οι οποίες είναι συνήθως επακόλουθα της υπερανάλυσης-, όπως: «Aυτός δε με συμπαθεί καθόλου» ή «Aν δεν παραδώσω στην ώρα του το project, θα τρελαθώ» ή «Αν χωρίσουμε, ούτε κι εγώ ξέρω τι θα απογίνω», αυτόματα στην πρώτη περίπτωση γινόμαστε ξαφνικά τόσο παράξενοι και ιδιότροποι που κάνουμε το άτομο να μας αντιπαθήσει. Αντίστοιχα, στην περίπτωση του project, ο εγκέφαλός μας, επειδή θέλει να μας προστατέψει, θα μας κάνει ακόμα και να νομίζουμε πως αποκτήσαμε κρυολόγημα, ώστε να έχουμε έτοιμη τη δικαιολογία καθυστέρησης (έτσι για να μην τρελαθούμε(!)).

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι η υπερανάλυση δεν είναι υγιής στάση και συμπεριφορά και το μόνο σίγουρο είναι ότι χρειάζεται να ξέρουμε πού να σταματάμε! Επειδή ο εγκέφαλός μας σε ό,τι του πούμε λέει «ναι», δεδομένου ότι δεν ξεχωρίζει «πραγματικό» από «φανταστικό» κι «αλήθεια» από «ψέμα», ίσως ήρθε η ώρα να τον γεμίσουμε με όμορφες ιστορίες με πρωταγωνιστές εμάς και τους γύρω μας. Ας δώσουμε έμφαση στο «εδώ και τώρα», στο παρόν και ας μην αναμοχλεύουμε ιστορίες μακρινές που έχουν περάσει. Γιατί; Eίναι απλό! Ο νους μας δεν μπορεί να διαχωρίσει το παρελθόν από το παρόν και το μέλλον. Ό,τι λέμε είναι παρόν για αυτόν. Ας βρούμε, λοιπόν, εκείνες τις ιστορίες που είναι περισσότερο τονωτικές για εμάς, που έχουν μια διαφορετική ερμηνεία, περισσότερο χαρούμενη και πιο ανθρώπινη!

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.