Έχεις ακούσει ποτέ για τον νοτιοαφρικανικό, αντισυμβατικό ψυχίατρο, David Cooper; Έχει πάρει μήπως το αφτί σου το «αντι-ψυχιατρικό κίνημα». Με απλά λόγια είναι το σύνολο των θεωριών και των θεραπευτικών μεθόδων που εφάρμοζε τότε ο κλάδος της ψυχιατρικής. Η θεωρία του βασίστηκε στην άποψη ότι οι ψυχικές ασθένειες έχουν αρχικά γενετική βάση, αλλά το περιβαλλοντικό πλαίσιο είναι αυτό που θα επηρεάσει αρνητικά τα άτομα και θα εμφανίσουν κάποια ψυχική διαταραχή. Θεωρούσε λοιπόν ότι η οικογένεια ενός ατόμου, το σχολείο, ακόμη κι η εκκλησία, επέβαλλαν επιτακτικούς κανόνες και συμπεριφορές, πιεστικές και αντίθετες με τις επιθυμίες των ατόμων, εμποδίζοντας έτσι την αυτονομία, τη δημιουργική σχέση και την ολοκλήρωση ενός ατόμου.
Πιστεύοντας λοιπόν ότι ήταν δυνατό να θεραπευθούν όλες οι ψυχικές ασθένειες, ακόμα κι οι σοβαρότερες όπως η σχιζοφρένεια και πιστεύοντας ότι μέσω της κατάλληλης θεραπείας θα μπορούσε να βοηθηθεί κάθε ασθενής να ξεπεράσει την ψυχική ασθένειά του, αποφάσισε να υλοποιήσει ένα πείραμα, γνωστό ως «Villa 21».
Ο David Cooper λοιπόν απομόνωσε ένα τμήμα του ψυχιατρικού νοσοκομείου του Λονδίνου, προκειμένου να εφαρμόσει το προβλεπόμενο πείραμα. Ήθελε να συμβάλλει στη θεραπεία νέων ατόμων και κυρίως εφήβων οι οποίοι είχαν σχιζοφρένεια, μέσα από ένα σύστημα εντελώς διαφορετικό σε σχέση με τα μέχρι τότε δεδομένα, αλλά και με βάση τα σημερινά δεδομένα που επικρατούν σε ψυχιατρικές κλινικές. Πιο συγκεκριμένα, μες στο σχέδιο ήταν οι νέοι φιλοξενούμενοι στην κλινική να μη βρίσκονται στον ίδιο χώρο με εκείνους που είχαν χρόνια νοσηλεία κι έτσι αποτέλεσαν μια μικρή ομάδα 42 περίπου ατόμων.
Το σύστημά του είχε σαν γνώμονα τα άτομα εκεί να θεωρούνται ότι φιλοξενούνται προσωρινά μέχρι να πάρουν εξιτήριο, κι όλο αυτό πλαισιώθηκε με χαλαρά όρια μεταξύ νοσηλευτών και ασθενών. Ενδιαφέρον προκαλεί το παράδοξο ότι οι νοσηλευτές δε φορούσαν καν λευκή ποδιά, αλλά τα δικά τους ρούχα, γεγονός που έδινε ασυνείδητα το μήνυμα και στο ίδιο το προσωπικό και στους ασθενείς ότι ήταν όλοι ισότιμοι.
Ειδικότερα, στόχος ήταν το προσωπικό, χωρίς να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, να απαρτίζεται από νεαρούς γιατρούς και νοσηλευτές και μονάχα έναν κλινικό ψυχολόγο, οι οποίοι θα ήταν κι αυτοί νέοι, με σχετικά μικρή εμπειρία. Εφόδιά τους θα ήταν η διάθεσή τους να βοηθήσουν τα άτομα, με γνώμονα την ανθρωπιά, την κατανόηση και την αποδοχή, μέσα από την καλλιέργεια ισότιμων σχέσεων μεταξύ προσωπικού και ασθενών. Έχουμε λοιπόν έναν πιο χαλαρό τύπο νοσηλευτή, που δε θα προβάλλει την τάση να αντιμετωπίσει τους ασθενείς με τις συνηθισμένες προκαταλήψεις και την αναμενόμενη περιφρόνηση κι απαξίωση που έως τότε είχαν οι νοσηλευτές.
Εντύπωση σε αυτό το ιδιόρρυθμο πείραμα, προκαλεί πως οι ασθενείς όχι μόνο απολάμβαναν πληθώρα ελευθεριών, αλλά παράλληλα λαμβάνονταν υπόψη σοβαρά οι επιθυμίες κι οι σκέψεις τους. Για παράδειγμα, οι πόρτες των δωματίων τους ήταν ανοιχτές σχεδόν πάντα, ξυπνούσαν, σηκώνονταν κι έτρωγαν, την ώρα που επιθυμούσε ο καθένας, ενώ πολλές φορές δεν υπήρχε πίεση ακόμη και για τη λήψη της φαρμακευτικής τους αγωγής.
Ένας τρόφιμος της πτέρυγας Villa 21, χαρακτηριστικά αναφέρει ότι όλοι στην κοινότητα εκεί, αισθανόταν πως ήταν «λίγο ιδιαίτεροι», αφού δε σχετίζονταν σχεδόν καθόλου με τους ασθενείς στις άλλες πτέρυγες. Αφού ήταν δύο ομάδες με δύο παντελώς διαφορετικές καθημερινότητες, με τους παλαιότερους εκεί να είναι επί της ουσίας «ιδρυματοποιημένοι». Οι άλλοι της Villa 21 τους έβλεπαν, ως κάποιους που περνούσαν τις μέρες τους παθητικά, σε ένα σαλόνι, χωρίς να κάνουν τίποτα. Η κοινότητα στη Villa 21, από την άλλη, εμπλέκονταν σε πνευματικές συζητήσεις με το προσωπικό, ενώ εντύπωση δε γίνεται να μην προκαλέσει το γεγονός ότι έπαιρναν μέρος σε εξορμήσεις που προφανώς ήταν αδύνατες σε άλλες, αυστηρότερες, πτέρυγες.
Πολλοί από το χώρο της υγείας, θεωρούν σήμερα αυτό το μοντέλο θεραπείας ακραίο και χαοτικό. Ειδικά οι νοσηλευτές υποστηρίζουν στην πλειονότητά τους ότι πρόκειται για μια μέθοδο η οποία προωθεί την αναρχία και δυσχεραίνει εμφανώς το έργο του προσωπικού. Από την άλλη ο Cooper και πολλοί υποστηρικτές του, θεωρούν ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από περισσότερες ελευθερίες και από μια πιο ανθρώπινη αντιμετώπιση, προκειμένου να θεραπευτούν και να έρθουν σε επαφή με την αποδόμησή τους και σε δεύτερο χρόνο με με την επιθυμητή αναδόμησή τους.
Τελικά, το πείραμα μετά από τέσσερα χρόνια, σταμάτησε, δεδομένου ότι σε πολλά σημεία του κρίθηκε ακατάλληλο. Ωστόσο, αξίζει να αναρωτηθούμε σήμερα, ποιες είναι οι συνθήκες που θα βελτιώσουν και θα ενδυναμώσουν αυτούς τους ανθρώπους. Δρουν πράγματι οι ψυχιατρικές δομές καλύτερα με το πέρασμα των χρόνων, επιχειρούν έστω και στο ελάχιστο να ανακουφίσουν και να δώσουν την όποια ελπίδα στους νοσηλευόμενους ή εγκλωβίζονται -προσωπικό και ασθενείς- γύρω από το «νέφος» μιας αδιέξοδης ιδρυματοποίησης;
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου