«Όλοι κρύβουμε τελικά ένα παιδί μέσα μας». Μια φράση την οποία σίγουρα κι εσύ έχεις πει ή έχεις ακούσει να τη λένε άλλοι για σένα ή για άλλους γύρω σου.
Οι ειδικοί χρησιμοποιούν -όπως πάντα άλλωστε- λίγο πιο προσεγμένο λεξιλόγιο και στην περίπτωση αυτή μιλούν για ένα «εσωτερικό παιδί». Πρόκειται για μια ψυχική οντότητα, έναν ψυχικό οργανισμό, ο οποίος υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, είναι συνήθως καλά κρυμμένος στην ψυχή μας κι αποτελεί ένα μέρος της προσωπικότητάς μας, το οποίο παραμένει παιδί. Ένα παιδί με τα καλά, αλλά και με τα αδύναμα σημεία του, ένα μικρό (από λίγων μηνών εώς και κάποιων λίγων χρόνων) πλασματάκι που φωλιάζει μέσα μας και το οποίο δίνει το παρόν του στην ενήλικη ζωή μας, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή τα πράγματα. Αυτό το παιδί μπορεί να έχει τρεις εκδοχές: να είναι ανεύθυνο ή ιδιότροπο, να είναι πληγωμένο και τέλος να είναι μαγικό. Όποια μορφή κι αν έχει, το εσωτερικό μας παιδί, ακόμα κι αν δεν αναγνωρίζουμε την ύπαρξή του, κάνει αισθητή την παρουσία του, με χίλιους δυο τρόπους, όπως είναι τα όνειρα, οι ψυχολογικές μεταπτώσεις, ακόμα και οι ψυχοσωματικές ενοχλήσεις.
Πόσες φορές άλλωστε, δεν έχεις ακούσει από φίλους σου για επίμονους πονοκεφάλους ή πόσες φορές δεν έχει ξυπνήσει, έχοντας δει κάποιο όνειρο το οποίο, από τη μια δε μπορείς να εξηγήσεις, αλλά από την άλλη, αν το καλοσκεφτείς, εκφράζει μια βαθύτερη παιδική σου επιθυμία;
Ας ξεκινήσουμε, όμως, με τα θετικά νέα και ας αναλύσουμε λίγο το «μαγικό» εσωτερικό παιδί. Όλοι μας ζήσαμε τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, αυτή τη μαγική περίοδο χάριτος. Παίζαμε ατελείωτες ώρες με τα αγαπημένα μας παιχνίδια, βάζαμε τη μαμά ή το μπαμπά να μας διηγηθούν ό, τι παραμύθι γνώριζαν, μασουλούσαμε ό, τι ώρα μας ερχόταν η επιθυμία για φαγητό και κοιμόμασταν όποτε θέλαμε και για όσο θέλαμε. Μονοπωλούσαμε το ενδιαφέρον όλων στην οικογένεια κι ακόμη και στην περίπτωση που αυτό δε συνέβαινε πάντα, ένα κλάμα μας αρκούσε για να κινητοποιηθούν όλοι.
Κι επειδή για όλα τα ωραία υπάρχει κι ένα τέλος, ήρθε και η ώρα που κληθήκαμε όλοι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, να εγκαταλείψουμε αυτόν τον παράδεισο και να ενσωματωθούμε σιγά-σιγά στον πραγματικό κόσμο των μεγάλων. Στην περίπτωση λοιπόν που η μετάβαση αυτή έγινε ομαλά και αρκετά στοιχεία από την παιδική μας ηλικία, μπόρεσαν να διασωθούν και να ενταχθούν αρμονικά στην ενήλική μας προσωπικότητα, έχουμε την εμφάνιση του μαγικού παιδιού, όπου η αίσθηση του θαυμασμού μας για τα πάντα, η αγάπη μας για το παιχνίδι, ο ενθουσιασμός μας, ο απλός τρόπος σκέψης μας, η δημιουργικότητα και ο αυθορμητισμό μας, πλαισιώνουν κι εμπλουτίζουν τη ζωή μας, την κάνουν πιο ενδιαφέρουσα, πιο αυθεντική και λιγότερο προβλέψιμη. Άλλωστε, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι είναι απαραίτητο να μείνουμε κατά κάποιο τρόπο παιδί, όσο και αν μεγαλώνουμε.
Είναι από την άλλη κι αυτό το «ανεύθυνο» εσωτερικό παιδί. Η ιστορία του και πάλι -όπως φαντάζεσαι κι εσύ- έχει αφετηρία την παιδικότητα και την ανεμελιά των πρώτων του χρόνων στη ζωή, με τη διαφορά ότι εδώ η προσγείωση στον κόσμο των μεγάλων, ίσως να έγινε κάπως ανώμαλα και στην ουσία η πραγματική ενηλικίωσή μας δεν έγινε ποτέ. Έτσι, το τμήμα της παιδικότητας το οποίο συνδέεται με την ικανοποίηση κάθε μας ανάγκης στο εδώ και τώρα ή με την ανάγκη προστασίας μας από κάποιον, παίρνει τη μορφή παλιμπαιδισμού και μας κάνει να παραμένουμε οκνηροί κι ανεύθυνοι, δραπετεύοντας από τα προβλήματα και τις ευθύνες της ενήλικης ζωής.
Kαι τώρα ήρθε η ώρα για το «πληγωμένο» και πολυσυζητημένο εσωτερικό μας παιδί. Επιστρέφουμε και πάλι σε εκείνα τα ονειρεμένα χρόνια που ήμασταν μικροί. Ενώ μεγαλώναμε σιγά σιγά, τα στοιχεία του χαρακτήρα μας άρχισαν να αχνοφαίνονται κι αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν προσωπικότητα (ή αλλιώς προσωπείο ή μάσκα), άρχιζε να χτίζεται από μικρά πετραδάκια. Θωρακιστήκαμε, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε με διάφορα συστήματα και μηχανισμούς άμυνας, γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα σε έναν δύσκολο και απαιτητικό κόσμο;
Καταλάβαμε κάπου στην πορεία ότι το τίμημα για να γίνουμε αποδεκτοί στον κόσμο των μεγάλων ήταν ακριβό κι αυτό έγινε, χάνοντας την επαφή μας με το (μαγικό) εσωτερικό μας παιδί. Άλλωστε, ένα μικρό παιδί για να επιβιώσει χρειάζεται την αγάπη και την αποδοχή των γονιών του και για το σκοπό αυτό μπορεί να θυσιάσει μεγάλο μέρος του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητάς του. Μπορεί λοιπόν να αρχίζει ν’ αποθηκεύει με τον καιρό εμπειρίες που σχετίζονται με τον φόβο, την απόρριψη, την ανικανότητα, την απογοήτευση ή την απουσία και με αυτό τον τρόπο να αρχίζει να χτίζει τις άμυνές του και τις λαθεμένες του αντιδράσεις πάνω στα καθημερινά ζητήματα της ζωής.
Έτσι, περνώντας τα χρόνια, πολλοί από εμάς κρύβονται πίσω από την καλοφτιαγμένη τους μάσκα, αρνούνται να βγάλουν από πάνω τους αυτό το στενό κουστούμι που τους έκαναν δώρο κάποιοι άλλοι και νιώθουν πίεση στο στενό καλούπι που μπήκαν μια μέρα. Είναι μια φυγόκεντρη πορεία, η οποία μπορεί να συνεχιστεί για πολλά χρόνια, ίσως και για μια ολόκληρη ζωή, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν αντέχουν τις ριζικές αλλαγές και θεωρούν λιγότερο οδυνηρή την δυσάρεστη τωρινή τους πραγματικότητα.
Η τελευταία περίπτωση, είναι μια κατάσταση στην οποία η προσοχή κι η ενέργεια του πληγωμένου εσωτερικού παιδιού, περιστρέφεται μονότονα γύρω από αυτές τις δυσάρεστες εμπειρίες. Η ζωή του ατόμου που κουβαλάει αυτό το παιδί είναι ένα ψυχόδραμα, με διαφορετικούς ίσως πρωταγωνιστές, αλλά με το ίδιο πάντα φινάλε. Έχει αποχωριστεί ο ενήλικας πλέον άνθρωπος από την παιδικότητά του και το εσωτερικό παιδί μέσα του νιώθει εγκαταλελειμμένο. Δυστυχώς, το άτομο αδυνατεί να κατανοήσει τις ανώριμες αντιδράσεις του κρυμμένου αυτού παιδιού, νιώθοντας απέχθεια και ενοχές γι’ αυτήν την πλευρά του χαρακτήρα του, ενώ το παιδί διαμαρτύρεται ασταμάτητα, όχι μόνο για τα χρόνια που χάθηκαν, αλλά και για την ολοκληρωτική αδιαφορία από τον ενήλικο συγκάτοικό του.
Όλα δείχνουν ότι ενήλικας και εσωτερικό παιδί, πρέπει να δημιουργήσουν μια αληθινή σχέση, να μάθουν να επικοινωνούν με αγάπη, αμοιβαία εμπιστοσύνη κι ειλικρίνεια. Κι όλα αυτά, χάρη στη συνειδητή ωριμότητα του ενήλικα. Ο ενήλικας, δε θα πανικοβάλλεται πια από την αδυναμία και τα ξεσπάσματα του παιδιού, αλλά θα το ακούει και θα το συμπεριλάβει στη ζωή του, ούτε θα κατηγορεί τον εαυτό του για απαράδεκτη συμπεριφορά, που δε συνάδει με την «ώριμη» προσωπικότητά του. Το παιδί απ’ την πλευρά του, δε θα χρειάζεται πια να τραβάει την προσοχή με τις ψυχοσωματικές αντιδράσεις του, αλλά θα μπορεί να χαίρεται τη στιγμή, να διασκεδάζει τον ενήλικα με τα παιχνίδια του, να απολαμβάνει τις πρωτότυπες εμπνεύσεις του, να τον αναζωογονεί με την αστείρευτη ενέργειά του, να τον εμπνέει με το αθώο και καθαρό του βλέμμα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου