Πάντα το συνήθιζα. Να κατηγορώ τους άλλους. Για τις κακές μου μέρες. Για τον πόνο. Για μια πορεία που δεν πήγε όπως θα ‘θελα. Μα ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να αναρωτηθώ. Να γκρεμίσω αυτά τα τείχη του εγωισμού μου, αυτά που έχω χτίσει κομμάτι-κομμάτι τόσα χρόνια. Που κάθε κομμάτι μου συμπλήρωνε, η κάθε παραφωνία που βρέθηκε στο δρόμο μου. Είτε αυτό πρόκειται για ανθρωπάκια που πέρασαν απ’ τη ζωή μου είτε για γεγονότα μεγάλα και μικρά που της έδωσαν χρώμα κι ας ήταν πολλές φορές μουντό. Γκρι θα το ‘λεγα. Σκούρο και στενάχωρο σαν την ψυχή μου.
Μα εσύ ήσουν άσπρο. Όχι, μάλλον ήσουν κίτρινο. Χαρούμενο, ζωηρό και γεμάτο ζωή. Και εγώ μια ζωή ήμουν απόχρωση σκούρη και μουντή. Μια ζωή. Και εσύ περίμενες ότι θα με αλλάξεις. Με αφέλεια πίστεψες ότι θα με εγκαταλείψω και θα παραδοθώ σε σένα. Για να με φτιάξεις. Μα εγώ ποτέ δεν ήθελα να φτιαχτώ. Γιατί ζω μέσα απ’ αυτό το γκρι. Και το χρώμα ποτέ δε μου ταίριαζε.
Θα μου χάριζες το μέλλον. Ένα φωτεινό και λαμπερό μέλλον. Μα εγώ ποτέ δεν έπαψα να ήμουν αυτή που ήμουν πάντα. Και δε θα άλλαζα. Και το δηλώνω και με την τελευταία σταγόνα εγωισμού που ίσως μου έχει απομείνει.
Δε σκόπευα ποτέ να αλλάξω. Και ξέρεις τι έκανα; Σε πλήγωνα κάθε μέρα και λίγο παραπάνω, λίγο ακόμα. Και δε λυπόμουν την ψυχή σου που μάζευε και μάζευε συνέχεια. Με τόσο θράσος σε πλήγωνα και σε σκοτείνιαζα. Και αντί να με φτιάξεις εσύ, σε χαλούσα εγώ. Και με πόση ευκολία το έκανα αυτό, θεέ μου; Έστω και για λίγο σε θεώρησα τόσο δεδομένο. Σαν κάποιον που δε θα έφευγε ποτέ, ό,τι και αν έκανα.
Κι εσύ δεν έφευγες, όντως γιατί με αγαπούσες όσο εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να το κάνω. Και εγώ με περίσσεια σκληρότητα το μόνο που έκανα είναι να σ’ αφήσω να μ’ αγαπάς. Και εσύ μ’ άφηνες να σε ρίχνω. Και αγάπησα ό,τι μου έδινες. Αγάπησα αυτό το καλό που έβλεπα σε σένα, ολόκληρο εσένα. Αλλά ήξερα ότι τίποτα τόσο καλό δεν ήταν για μένα. Εγώ δε θα το άντεχα. Ήσουν ολόκληρος, μια οντότητα χωρίς ούτε μία γρατζουνιά. Μα εγώ ήμουν ρημαγμένη. Δε σου κολλούσα, όπως και να ‘χει.
Και έψαχνα τρόπο να σε προστατέψω. Ναι, πριν με κατηγορήσεις στο λέω, ήθελα να μη σου κάνω κακό. Μα εσύ δε μ’ άφηνες. Ποτέ δε μ’ άφηνες. Και όσο εγώ έψαχνα τις γρατζουνιές σου, ώστε ίσως και να μου ταιριάξουν, δεν είχα συνειδητοποιήσει πως ίσως να μην είχες εξαρχής καμία. Και δεν είχες, ρε μάτια μου. Απ’ αυτήν την αρτιμέλεια πήγαζε και το τόσο φως. Μα μέχρι να το καταλάβω, ήταν αργά. Σου ‘χα κάνει ήδη τόσο κακό.
Και με αφέλεια, μα και δειλία, έφυγα. Για σένα, να μη μ’ αφήσω να σε πληγώνω άλλο. Το μόνο σωστό πράγμα που ίσως να έχω κάνει. Αλλά και αυτό λειψό. Γιατί έφυγα χωρίς εξήγηση, χωρίς να πω κουβέντα. Τόσο δειλή υπήρξα. Και όσα έπαθα από άλλους τα προκάλεσα και πίσω σε σένα. Τόσο ανόητη και αυτοκαταστροφική.
Μα τώρα επιτέλους έμαθα. Τέρμα οι μαριονέτες στη ζωή μου. Ώρα για λίγο απολογισμό. Έχει έρθει η ώρα να σου πω πράγματα που κι εγώ θα ήθελα να τα ακούσω, αν ήμουν εσύ. Υπήρξα δειλή. Να σ’ αγαπήσω, μα κυρίως να αγαπήσω έμενα. Και φάνηκα άκαρδη και εκμεταλλεύτρια. Υπήρξα λίγη για σένα.
Και το παραδέχομαι. Δε φοβάμαι, πια. Και δε μετανιώνω που έφυγα. Ήταν ό,τι καλύτερο έκανα ποτέ, για σένα. Μα με σιχάθηκα που δε σου είπα πως ήσουν ό,τι καλύτερο. Όχι ότι θα σου έκανε καλό, μα εγώ να, το ήθελα. Το μόνο που μπορώ να πω πια είναι ότι συνεχίζω να σ’ αγαπώ. Χωρίς ταμπέλες και μεγάλα λόγια. Και να σου χαρίσω ένα μεγάλο συγγνώμη. Δεν είμαι τέλεια, άργησα να καταλάβω τις αδυναμίες μου, δυστυχώς. Θέλω να με συγχωρήσεις και να βρεις κάποιον που θα είναι όσο τέλειος είσαι και εσύ.
Και όσα συγγνώμη και αν πω, η μεγαλύτερη ευχή μου θα είναι μία. Να μη με ξανασυναντήσεις ποτέ, ούτε καν τυχαία. Και όντως, αν είσαι αρκετά τυχερός, δε θα με δεις ποτέ ξανά.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή