Οι άνθρωποι είμαστε αποτέλεσμα του τρόπου που μεγαλώσαμε, των όσων ζήσαμε και των ανθρώπων που πέρασαν απ’ τη ζωή μας. Όλα αυτά μας έχουν κάνει ό,τι είμαστε σήμερα, καλό κακό, μέτριο ή αδιάφορο. Μα οι περισσότεροι, ό,τι άλλο και να κρύβουν μέσα τους, θα κρύβουν και λίγη δειλία, όσο καλά θαμμένη και να την έχουν κάπου βαθιά στην ψυχή τους.
Και μόνο να συνειδητοποιούσαμε ποσό διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, πόσο πιο ευτυχισμένοι θα ήμασταν, πόσο πιο απελευθερωμένοι κι ακομπλεξάριστοι, αν δεν είχαμε αυτή τη δειλία να μας τραβάει πάντα μπρος τα πίσω. Γιατί η δειλία υπάρχει με πολλές μορφές, παντού γύρω μας.
Οι δειλοί είναι άνθρωποι που δεν προσπαθούν για τίποτα, που είναι συμβιβασμένοι με ό,τι έρθει στο δρόμο τους, χωρίς καμία πρόθεση να το αλλάξουν. Ή αυτοί που δειλιάζουν να ερωτευτούν, που φοβούνται να δεθούν και να πληγωθούν. Κι αντ’ αυτού, πληγώνουν οι ίδιοι, γίνονται μισητοί, απόμακροι. Μα στην πραγματικότητα είναι απλά δειλοί. Άνθρωποι κλειστοί κι απροσέγγιστοι, που πιθανότατα να φαίνονται παρτάκηδες -και πιθανότατα να είναι κιόλας, αλλά σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί ακόμα κι οι πιο τολμηρές προσωπικότητες, έχουν κάτι για το οποίο δειλιάζουν.
Μπορεί πίσω από τέτοιους ανθρώπους να κρύβονται αγνές ψυχές, που κάποτε πληγώθηκαν κι ανέπτυξαν τέτοιες άμυνες, ώστε να μην αφήσουν τίποτα να τους πλησιάσει ποτέ ξανά. Τουλάχιστον τόσο κοντά, ώστε να μπορέσει να τους καταστρέψει ξανά. Και προτιμούν να χάνουν ανθρώπους και στιγμές, με όποια αναποδιά αλλά και ξέφρενη ευτυχία θα μπορούσε να προκύψει, απλά και μόνο για να ζήσουν στη δική τους υποτιθεμένη ασφάλεια. Χτίζουν τη φυλακή τους κι από επιλογή μένουν μέσα σε αυτήν. Τουλάχιστον λυπηρό.
Μα ο πιο κοινός τύπος δειλού είναι άλλος. Είναι αυτός στον οποίον, όλοι λίγο-πολύ ανήκουν. Της διπλανής πόρτας. Είναι δύσκολο να μην ανήκεις σε αυτόν. Ο άνθρωπος κάνει όνειρα που πολλές φορές δε βρίσκει τη δύναμη να τα τολμήσει. Τόσο σίγουρος για την αποτυχία τους, τα αφήνει για την επομένη μέρα. Κι αυτή η μέρα δεν έρχεται ποτέ. Κι ο χρόνος περνά κι η ζωή τους περνά, μα τα όνειρα μένουν. Και δεν πραγματοποιούνται ποτέ. Και του υπενθυμίζουν όσα έχασε, όσα στερήθηκε.
Γιατί ο έρωτας; Πόση δειλία κρύβει αυτό το τηλεφώνημα που δεν έγινε ποτέ. Αυτή η συγγνώμη που ποτέ δεν ειπώθηκε. Τόση δειλία, που υπερνικά ακόμα και τη θέληση, την όποια λαχτάρα.
Πλασματικές συνομιλίες που από τρόμο, δεν έγιναν ποτέ. Κι ακόμα και αν υπήρχαν ελπίδες, η ευκαιρία δε δόθηκε. Πνίγηκε μαζί με εκείνα τα όνειρα που ποτέ δεν τόλμησαν. Μαζί με αλήθειες που όσο και να ήθελαν να βγουν στην επιφάνεια, βυθίστηκαν.
Ο άνθρωπος ποτέ δεν ήταν πλάσμα που έπαιρνε το ρίσκο αν ήξερε ότι μπορεί και να έχανε, έτσι απλά για να δοκιμαστεί. Βολεμένος στη ζωή που έχει συνηθίσει, δε διστάζει να περάσει την υπόλοιπη από αυτήν στην ίδια θέση, με τους ίδιους ανθρώπους και θέλοντας πράγματα που ποτέ δεν έχει τη δύναμη να διεκδικήσει και να αποκτήσει.
Και δειλία είναι αυτή η αδυναμία να αλλάξει κάτι. Να είναι αποφασισμένος για το τι θέλει, αλλά όχι για να το κάνει. Πόσες φορές αυτές οι σκέψεις δεν έγιναν πραγματικότητα. Επαναλαμβανόμενες σκηνές έμειναν στα σκαριά και ποτέ δε δόθηκε το σενάριο στους πρωταγωνιστές. Αντ’ αυτού, ένας συνεχής μονόλογος -και μάλιστα δράμα με έναν θλιβερό πρωταγωνιστή κι ένα ακόμα πιο θλιβερό τέλος.
Είναι θέμα ευτυχίας. Ποιος έχει το θράσος που χρειάζεται για να γίνει ευτυχισμένος. Σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι να χτίσει τη ζωή του με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγηθεί μια μέρα, αργά ή γρήγορα, σε αυτό που καλούμε ευτυχία. Στην πληρότητα, όχι την υλική ούτε καν τη συναισθηματική. Αλλά σε αυτή που ο ίδιος θα νιώθει πλήρης, χαρούμενος. Σε αυτή την κατάσταση που δε θα μετανιώνει για χαμένα «αν» και «γιατί». Θα διεκδικεί, θα ρισκάρει και θα χάνει. Αλλά και αυτό δε θα επηρεάζει το ποιος είναι και το τι κάνει. Θα του προσθέτει παραπάνω θάρρος να προσπαθεί. Και για να το πετύχει αυτό, σίγουρα ο καθένας θα έπρεπε να ξεκινήσει απ’ τον εαυτό του.
Και περισσότερη δυστυχία φέρνουν αυτά τα «αν». Καλύτερα να μετανιώνεις που ρίσκαρες, παρά που πήγες πάσο. Ποιος κέρδισε με πάσο, ρε μάτια μου; Ούτε στα χαρτιά, πόσο μάλλον στη ζωή. Ένα παιχνίδι είναι και η ζωή, τι νόμιζες;
Την επομένη φορά, λοιπόν, που θα σκεφτείς τι θα γίνει αν ξαναπροσπαθήσεις ή αν ρισκάρεις, αν κάνεις μια κουβέντα που τόσο δειλιάζεις να ξεκινήσεις, ή αν κάνεις ένα βήμα ριψοκίνδυνο με αβέβαιο τέλος κι αρχή, μην αφήνεις τίποτα στο μυαλό σου που θα μένει μόνο εκεί. Βγάλ’ το έξω, ανάλυσέ το αν θέλεις, μα ζήσ’ το μέχρι το τέλος. Αξίζει. Για να το σκέφτεσαι, μάλλον η φαντασία αυτή σε ενδιαφέρει πιο πολύ κι απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Τι κι αν είναι όνειρο; Ας είναι. Άλλωστε για ένα όνειρο ζούμε όλοι.
Κι άσ’ τη δειλία να πάρει τον ίδιο δρόμο με τα χαμένα «αν», που από υποθέσεις γεμάτες δισταγμό, τώρα πια έγιναν αποφάσεις θρασείς, γεμάτες ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη