Τα χρόνια κυλάνε εύκολα, γρήγορα και επιτακτικά. Μας αφήνουν άφωνους μπροστά στην αλλαγή που μας οδηγούν να βιώσουμε. Μας αφήνουν άφωνους μπρος σε μια αλλαγή που άλλες φορές επιθυμούμε, άλλες απλά συνηθίζουμε κι άλλες που μετανιώνουμε κάποιες λάθος επιλογές που μας οδήγησαν εκεί.
Είναι τρομακτικό πόσο αλλάζουν τα πράγματα μέσα σε μήνες ή και λίγα χρόνια. Οι στιγμές έχουν την ιδιαιτερότητα να έρχονται για ένα δευτερόλεπτο, μα να μας μένουν στο μυαλό, ίσως, και για πάντα. Είναι κλάσματα δευτερολέπτων ευτυχίας. Και πώς να ξεχάσεις, πώς να βγάλεις απ’ το μυαλό σου την ευτυχία, με οποιαδήποτε μορφή ή και διάρκειά της;
Και περνάνε τα χρόνια και αλλάζουμε και μεταμορφωνόμαστε στην εξέλιξη των όσων ήμασταν, πιστεύαμε και ζούσαμε. Μπορεί τα χρόνια να μας πήγαν «πίσω», κι όχι μπροστά σε ό,τι αφορά την εξέλιξη. Μπορεί να μας έκαναν καλύτερους ανθρώπους, πιο ώριμους, πιο σοβαρούς, ίσως πιο λυπημένους και πιο περίεργους. Αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να μας άφησαν αλώβητους και αμετάβλητους. Απέναντι στον χρόνο χρήζουμε ίδιας αντιμετώπισης, με μόνη διαφορά, τη δουλειά που θα ρίξουμε εμείς οι ίδιοι με τον εαυτό μας και το κατά πόσο θα του επιτρέψουμε εμείς να δράσει πάνω μας, καλά ή/και άσχημα.
Μα όση αλλαγή και να έχουμε υφισταθεί, όταν βρεθούμε μπροστά σε αναμνήσεις και ανθρώπους απ’ τα παλιά, δεν μπορούμε παρά να ξαναβαδίσουμε προς εκείνον τον εαυτό μας. Εκείνον. Όσο γίνεται πιο κοντά, σε σχέση πάντα με τα χρόνια που πέρασαν από πάνω μας. Ξαγρυπνούν οι στιγμές σε κάθε σημείο της συνάντησής μας και μας ανάβουν τα σωθικά με όσα τολμήσαμε να ξεχάσουμε ή έστω να παραλείψουμε. Και μας προκαλούν τόσο έντονα να ξαναγίνουμε έστω και για δυο-τρεις στιγμές αυτό που κάποτε υπήρξαμε, αυτό που ήμασταν όταν βρισκόμασταν πλάι σε αυτούς τους ανθρώπους, που δεν μπορούμε παρά να υποκύψουμε.
Κι ίσως να’ ναι φίλοι που χαθήκαμε, από μια παλιά ενασχόληση ή εργασία μας, που ηθελημένα ή όχι, έφυγαν απ’ τη ζωή μας για μεγάλο διάστημα. Μπορεί πάλι να πρόκειται για έναν νεανικό μας έρωτα, ή απλά περασμένο, μας ξύπνησαν, όμως, όσα πολλά χρόνια νοερά κοιμόντουσαν μέσα μας, αυτό το άτιμο πράγμα, που λέγεται αναμνήσεις.
Και ξαναγινόμαστε πάλι οι παλιοί εαυτοί μας, αφήνουμε το «τώρα» στην άκρη, και προτιμάμε κάθε στιγμή να τη βιώσουμε όπως τότε, με τα μυαλά, τις ατάκες, τις κινήσεις του «τότε». Γιατί και οι άνθρωποι που έχουμε πλάι μας, είναι του «τότε». Ενός «τότε» που τώρα πια μοιάζει ονειρεμένο. Τότε, ίσως, το βαριόμασταν, το αγνοούσαμε, δεν το θέλαμε. Μα τώρα η νοσταλγία έρχεται αποφασιστική και στρογγυλοκάθεται δίπλα μας, μας κλείνει το μάτι και μας μεταφέρει με πλήρη οπτιοακουστική εμπειρία στα παλιά χρόνια.
Είναι σαν να μεταφερόμαστε εξ ολοκλήρου στο τότε, με τόπο, ενδυματολογία και κίνηση ανάλογη. Κάπως σαν ταινία και ξαναβιώνουμε κάθε περασμένη συζήτηση, διαφωνία, φλερτ ή πλάκα. Ξανά, απ΄την αρχή, με τη μαγεία όμως του «τότε», κι ίσως και λίγο παραπάνω, αφού συμπεριλαμβάνει κι όσα χρόνια πέρασαν από πάνω μας, καθιστώντας το ακόμα πιο ιδιαίτερο και νοσταλγικό απ’ όσο ήδη ήταν.
Και κάπως αυτόματα γίνεται όλο αυτό. Υποσυνείδητα θεωρούμε ότι στον άλλον θα ταιριάξει πιο καλά ο παλιός εαυτός μας, θα ταιριάξει πιο σίγουρα –αποδεδειγμένα άλλωστε–, και δε χρειάζεται να του γνωρίσουμε και στο απόλυτο βαθμό τη νέα μας εκδοχή, με όσα ψεγάδια μας χάρισε ο χρόνος κι ο εαυτός μας. Προτιμούμε τους πιο ασφαλείς δρόμους, έστω και για λίγο, να μεταφερθούμε σε χρόνους που είχαμε τα μισά προβλήματα, τις μισές έγνοιες, τις μισές γνώσεις. Να μεταφερθούμε εκεί που κάποτε νιώθαμε ελεύθεροι. Και σαν σωστοί, όχι κομπάρσοι, μα ως πρωταγωνιστές πια, πρέπει να υπηρετήσουμε τον ρόλο μας όσο καλύτερα μπορούμε.
Και βουτάμε στη συγκίνηση και στη νοσταλγία, με μεγάλες και έντονες κινήσεις. Ξεδιψάμε με την επικοινωνία, επιδιώκουμε τον παλιό εαυτό μας και αναπολούμε όση αγάπη άφοβα και άτρωτα ανταλλάξαμε επί χρόνια, πριν πολλά χρόνια. Γιατί μας έλειψε, πριν απ΄τα άτομα που έχουμε απέναντί μας, ο ίδιος μας ο εαυτός πιο πολύ. Μας λείψαμε πολύ. Ας ξαναγίνουμε, έστω και για μια τόσο δα στιγμή, πάλι εκείνος ο παλιός καλός μας εαυτός.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα