Μικρή έλεγα ότι θέλω να τα ξέρω όλα, ρωτούσα συχνά, ρωτούσα πολλά. Πίστευα ότι αν τα ξέρεις όλα είσαι τυχερός, δε θα σου ξεφύγει ποτέ τίποτα, θα έχεις για όλα άποψη. Ότι τίποτα δεν μπορεί να μπει στη μέση και να σε πληγώσει. Είχα την ίδια άποψη, την ίδια αφελή υπόνοια ακόμα και τώρα που μεγάλωσα. Ζούσα ήρεμα σε μια φούσκα, που μου τη διόγκωνε ακόμα παραπάνω, κάθε φορά, καθετί που ερχόταν στη ζωή μου και αντί να με ταρακουνήσει, άραζε στη γωνία και με καθησύχαζε.
Μα κάποια στιγμή, κατάλαβα. Ήρθε η ζωή και μου άνοιξε τα μάτια. Δε σε κάνει αφελή καμία άγνοια και σίγουρα όχι ευτυχέστερο, το να γνωρίζεις τα πάντα. Σε αφήνει εκτεθειμένο μπροστά στη σκληρότητά της ζωής, που θα βρεις μέσα απ΄τα γεγονότα που συμβαίνουν. Σε αφήνει στον αέρα, σε μια ουδέτερη ατμόσφαιρα, να προσπαθείς να καταλάβεις, πότε περπατούσες πλάι στη ζωή και πότε αυτή –έτσι απλά– σε προσπέρασε.
Η απόλυτη –σχετικά– γνώση, αφαιρεί ό,τι υπόλοιπο προστασίας έχεις. Σε ξεγυμνώνει μπροστά στο άγνωστο, στο περίπλοκο, στο μη αναμενόμενο. Και σε αναγκάζει να το αποδεχτείς, να φανείς δυνατός και να το ξεπεράσεις. Λες και είναι εύκολο, λες και μπορείς.
Μα εγώ τώρα πια ξέρω, πως πολύ λίγα απ’ όσα έμαθα στη μέχρι τώρα ζωή μου, θα ήθελα όντως να τα ξέρω. Τα περισσότερα δε μου έδωσαν τίποτα, μόνο πήραν. Με έριξαν κάτω, με έκαναν έτσι όπως ποτέ δεν ήθελα να υπάρξω -αδύναμη. Σε ό,τι άκουγα, σε ό,τι ένιωθα, σε ό,τι σκεφτόμουν. Κι εγώ πάντα ήθελα να είμαι δυνατή. Να μην μπορεί τίποτα να με ρίξει, μα να το ρίχνω πρώτα εγώ. Μα μάθαινα πράγματα, νέα και γεγονότα για ανθρώπους κι εκεί κατάλαβα ότι είχα υπολογίσει να είμαι πραγματικά δυνατή, γιατί είχα υπολογίσει ανθρώπους δίπλα μου. Ένα κύκλο στενό και προσεγμένο που θα ήταν πάντα εκεί, δίπλα μου. Πάντα σε μένα, για μένα. Έτσι πίστευα.
Κι ό,τι μαθαίνω που με πληγώνει πραγματικά πολύ, είναι από αυτόν τον κύκλο που τόσο δυνατά και απόλυτα πίστεψα. Αν ήταν άλλα άτομα, πιο αδιάφορα, πιο μακρινά, σίγουρα δε θα άφηναν τέτοιο σημάδι στη σκέψη μου, όσο εκείνοι που πόνταρα τα περισσότερα.
Και δε σταμάτησα να μαθαίνω, λες και το ήθελα. Δεν ήθελα άλλο να μαθαίνω. Τα ψέματα, τα λόγια, τα πολλά, τα λίγα, τα καθημερινά. Θα ήθελα ό,τι σχέση προσωπική ποτέ ανέπτυξα, να συνέχιζε ή να τελείωνε, χωρίς να περνούσε τόση γνώση από μέσα της. Να έρχονταν και να έφευγαν αν δεν το άξιζαν. Αλλά το να σε απογοητεύει κάθε μέρα ο άλλος, και λίγο παραπάνω, καθυστερώντας μια προτετελεσμένη εξέλιξη, είναι το λιγότερο βασανιστικό.
Κι η κάθε μέρα συρρίκνωνε μέσα της όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα που παρακαλούσα να μη μάθαινα. Να έφευγαν τα άτομα απ΄τη ζωή μου χωρίς να μου χάριζαν τόση απογοήτευση και τόσο θυμό. Μια επιλεγμένη άγνοια όσων συνειδητά αρνούμαι να ακούσω. Γιατί εξίσου συνειδητά δεν ήθελα να τους μισήσω και να τους σιχαθώ. Γιατί αν ανοίξεις ένα παράθυρο που μπάζει, δε θα σταματήσει όποτε το θελήσεις. Θα φυσήξει πρώτα πολύ, θα σου πάρει όση εμπιστοσύνη είχε ανθίσει μέσα σου γι’ αυτούς, και μετά, ξεμαλλιασμένη και πληγωμένη θα σου κλείσει το παράθυρο στα μούτρα. Και έπειτα, ησυχία.
Αυτή η νεκρική σιωπή, αυτή με τύλιξε. Και δε σχολίαζα πια, τίποτα. Δεν ήθελα να ξέρω άλλα, έκλεινα τα αυτιά μου στις επιπλέον πληροφορίες και ζητούσα τα ψέματα. Γιατί για τους ανθρώπους μου ή μάλλον για τους «ανθρώπους μου» οι αλήθειες δεν ήταν αρκετές. Ιδανικά ήταν τα ψέματα, ή καλύτερα η σιωπή. Που δε θα προϋπόθετε ηθοποιία, μα θα ήταν εξίσου οικτρή.
Και πια προτιμώ τον χωρισμό, απ’ τη γνώση της απιστίας, προτιμώ τη λήξη μιας φιλίας από τη γνώση των τόσων ψεμάτων και τη συνειδητοποίηση ότι άτομα που είχες στο πλάι σου, έμεναν εκεί από συνήθεια, κι όχι από επιλογή.
Να φύγουν, λοιπόν, να φύγουν όσο πιο μακριά μου μπορούν. Να φύγουν και να πουλήσουν τα περίτεχνα ψέματά τους σε άλλους. Ας ήταν να γλυτώσω τον πόνο και το χάσιμο του χρόνου μου, μα να μην τους ζητάω κιόλας να μείνουν στη ζωή μου για να μη τους χάσω. Σκέφτομαι και τους επόμενους που θα ‘ρθουν, πως ίσως πληρώσουν όλες τις αμφιβολίες και τις ανησυχίες μου. Μπορεί να τους κοιτώ με υποψία και τελικά μπορεί εν τέλει να είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Μπορεί να τους παρεξηγήσω και να τους δω όπως έβλεπα κι όλους τους άλλους.
Γι’ αυτό σας λέω, καλύτερα να μην ήξερα τίποτα. Γιατί οι άνθρωποι, τώρα πια γνωρίζω πως δεν είναι ό,τι δείχνουν.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα