Έφυγες. Δεν το συνειδητοποίησα ακόμα. Ακόμα πιστεύω πως θα ακούσω τα κλειδιά σου στην πόρτα, τη φωνή σου να μου λέει ότι γύρισες. Εσένα να μου λες πως μ’ αγαπάς, ακόμα, τόσο καιρό μετά. Κι όμως, εσύ έχεις φύγει, αλλά εγώ αρνούμαι να σε αποχωριστώ. Δε θα το κάνω, δε θέλω. Γιατί αν σ’ αφήσω κι εγώ, θα φύγεις πραγματικά. Δε θα έχω ούτε τη σκέψη σου. Μα εγώ προτιμώ αυτό. Να σε έχω διπλά μου, έστω κι έτσι.
Κατάντια, θα ‘λεγες. Πού έχεις φτάσει, θα’ λεγες. Μα εγώ μόνο έτσι μπορώ να ζήσω πια. Να κοιτάζω τα πουκάμισά σου στην ντουλάπα, την κολόνια σου, που χρωματίζει ολόκληρο το σπίτι με την παρουσία σου. Που με κάνει να σε θέλω πιο πολύ, πιο συχνά, πιο δυνατά. Εκείνα τα δώρα σου, που δε βγάζω από πάνω μου. Όλα αυτά που αρνούμαι να αποχωριστώ.
Μα το χειρότερο είναι άλλο. Πρέπει, σκέφτομαι, μα δεν μπορώ. Με σταματάει ο ίδιος μου ο εαυτός. Να πετάξω τις φωτογραφίες, να τις βγάλω απ’ τους τοίχους, απ’ το σπίτι. Να τις ξεριζώσω απ’ την καρδιά μου. Ξαπλώνω στο κρεβάτι μα ξαναμυρίζω το άρωμά σου. Έχει ποτίσει τους τοίχους κι είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσες να έχεις αφήσει πίσω. Έχεις φύγει εσύ, μα παραμένεις στο σπίτι, στο σπίτι μας. Μέσα από μικρά πραγματάκια της καθημερινότητας, που δεν μπορώ να τα ξεχάσω, μα ούτε και θέλω.
Άρχισα να τρέμω, να δακρύζω. Μα τότε θυμήθηκα τι ήμουν πριν σε γνωρίσω, πόσο με θαύμαζα. Δεν είχα ανάγκη κανέναν, μόνο τον εαυτό μου. Έτσι ήθελα πάλι να ξαναγίνω. Γι’ αυτό δεν υπήρξα ευτυχισμένη μαζί σου, παραήμουν προσκολλημένη πάνω σου. Και να, κάπου εκεί χάθηκα. Μέσα στον έρωτά μου για σένα. Μέσα σε αυτόν τον άρρωστο τον έρωτα, που με κατάπινε κάθε μέρα και λίγο παραπάνω, που με είχε κάνει μικρογραφία σου.
Σηκώθηκα πάνω. Τα ‘βαλα όλα σε μια βαλίτσα, τα πάντα. Άφησα άδειο το σπίτι μας -μου, το σπίτι μου. Το άφησα άδειο σαν να το ξενοικιάζω. Άνοιξα και τις πόρτες διάπλατα. Φυσούσε και μπήκε αέρας μέσα στο σπίτι. Το καθάρισε απ’ το άρωμα του παρελθόντος. Μπορεί να ήταν και δικό σου. Μπορεί. Δε θυμάμαι πια και σίγουρα.
Καθάρισε και μένα. Όλες τις σκέψεις που μαύριζαν την ψυχή μου. Ως εδώ ήταν. Δε σου άξιζα. Γιατί ήσουν λίγος, μάτια μου, ήσουν για λίγα και το λίγο, ποτέ δε μου ταίριαζε. Εμένα πάντα ο μπαμπάς μου μου έλεγε «είσαι για πολλά, κοριτσάκι μου». Κι όντως είμαι. Είμαι για πολλά κι είμαι όσο δυνατή χρειάζεται για να συνεχίσω να μένω σε αυτό το σπίτι. Να μένω μόνη μου πια. Χωρίς εσένα.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Κάθισα κάτω, πήρα ένα ποτό. Ουίσκι με δυο πάγους, το ποτό μας. Μα όχι, αυτό δεν μπορούσε να μπει σε καμία βαλίτσα, μόνο στο μυαλό μου θα μπορούσε να μείνει, αλλά να σου πω κάτι, να, πάντα μου άρεσε περισσότερο η τεκίλα. Το πετάω. Βάζω τεκίλα με τρεις πάγους. Ναι, καλύτερο αυτό, το δικό μου ποτό. Αρκετά έπεσα για σένα, ήρθε η ώρα να σηκωθώ. Για μένα. Και να φύγω όσο πιο μακριά σου μπορώ.
Σηκώνομαι όρθια, παίρνω τη σαβούρα που άφησες πίσω σου και φεύγω. Θέλω να χαθείς, γίνεται; Εσύ, που μακριά σου δε ζούσα κάποτε. Και τώρα σαν δυο άγνωστοι συνεχίζουμε τις ζωές μας. Αλλάζω τις συνήθειές μου για να μη σου ταιριάζουν πια. Γιατί ούτε εσύ μου ταιριάζεις πια. Είσαι ένας άγνωστος.
Κρατάω τα πράγματα σου στα χέρια σφιχτά, όπως εσύ δεν μπόρεσες ποτέ να με κρατήσεις. Τέλος. Άδειασα από καθετί που σε θύμιζε. Μόνο να το αποδείξω έπρεπε πια.
Πάω στη θάλασσα, μόνο αυτή ξέρει να καθαρίζει τα πάντα. Τα αδειάζω όλα, ένα-ένα, να ξεπλύνει κάθε κομμάτι σου, που είχα και δικό μου. Τώρα δεν έχω τίποτα άλλο από σένα. Είμαι ελεύθερη. Κι ό,τι κάποτε σε θύμιζε, αγάπη μου, τώρα πια το έπνιξα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη