Μόνιμα απευθύνεσαι στους άλλους κι απαιτείς την αλήθεια. Φωνάζεις και την προβάλλεις ως τη μόνη διαφυγή απ’ την παρεξήγηση και την αδικία. Αναφέρεσαι στα ψέματα ως τον κύριο εχθρό κι αποζητάς την ειλικρίνεια και τον ωμό ρεαλισμό με κάθε ευκαιρία. Ας μην παραλείψω να παρατηρήσω, παρ’ όλα αυτά, ποσό φοβισμένος είσαι μπροστά στην αλήθεια. Σαν ψάρι που τρέμει, αλλά συνεχίζει να αποζητά λίγη ακόμα στεριά.
Κάπως έτσι είναι η σχέση σου με την αλήθεια. Κι όταν την ακούς, συνήθως δεν τη δέχεσαι. Την απορρίπτεις ως ακραίο ψέμα. Μα ακόμα κι όταν δεν την ακούς, δέχεσαι απλά αυτά που θέλεις εσύ να πιστέψεις. Δεν είσαι διατεθειμένος να εγκαταλείψεις τα βολικότατα ψέματα για καμία προσχεδιασμένη «δυστυχία», που σου έχει τάξει η άτιμη ζωή.
Βουτηγμένος στο φόβο της απογοήτευσης, καταδύεις ακόμα περισσότερο στην ανακουφιστική ψευδαίσθηση της ταγμένης χαράς που έχεις εξασφαλίσει. Που στα κλεφτά, πλήρωσες με αντίτιμο την πραγματικότητα, για να την αγοράσεις. Τώρα αν είναι στα αλήθεια πιο ακριβή η συναισθητική σου αποκατάσταση -μόνο εσύ γνωρίζεις.
Γιατί, μεταξύ μας, η αλήθεια, αλίμονο, δεν εξασφαλίζει καμία ευτυχία. Αντίθετα, σχεδόν πάντα, μπορώ να σε διαβεβαιώσω, ότι θα σε βρει πληγωμένο στην επόμενη γωνία. Να μετανιώνεις, να λυπάσαι, να καταριέσαι. Μα ποτέ δε θα σε βρει αδικημένο, αδαή. Κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις, έτσι κι αλλιώς. Δίνεις λίγη ευτυχία και παραλαμβάνεις λίγη ωμή συνειδητοποίηση.
Κι από ένα σημείο και μετά είναι θέμα χαρακτήρα. Δεν είναι όλοι ικανοί να κουβαλήσουν όση αλήθεια χωράει η ζωή τους. Κάποιοι θα βολευτούν. Κάποιοι θα συμβιβαστούν. Κάποιοι ενώ ξέρουν, θα πνίξουν τη φωνή μέσα τους, που τους φωνάζει την αλήθεια, με τα ίδια τους τα χέρια. Και μετά στην υγειά του νεκρού δευτέρου εαυτού τους, θα πιουν κι ένα ποτάκι.
Και πώς να τους κατηγορήσεις; Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για την ειλικρίνεια. Υπάρχουν οι αδύναμοι, υπάρχουν οι δειλοί. Υπάρχουν αυτοί που οτιδήποτε άβολο και δύσκολο δε θα έπρεπε και δε θα αφήναν οι ίδιοι, να γίνει μέρος της ζωής τους. Γιατί δε θέλουν να προσπαθήσουν για τίποτα παραπάνω, γιατί ο πόνος γι’ αυτούς δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα περιττό συναίσθημα. Μα είναι τόσο απαραίτητος, όσο κι η ευτυχία που τον ακολουθεί.
Κανένας βαθιά χαρούμενος άνθρωπος δεν υπήρξε από πάντα έτσι. Για να καταλήξει εκεί, πέρασε πρώτα απ’ τον πόνο, απ’ την απογοήτευση, απ’ την αδικία και τη στενοχώρια. Μετά δέχτηκε, έκανε επιλογές, προχώρησε. Φάνηκε δυνατός, έγινε δυνατός, εξελίχθητε κι έβαλε όρια στις επιθυμίες του, αφήνοντας τις αλήθειες να βγουν μπροστά και να πουν, όσα για χρόνια αρνιόνταν να ακούσει.
Μα η συνεχής αγνόηση της πραγματικότητας, δε θα σε απαλλάξει και μόνιμα απ’ αυτήν. Ίσα-ίσα αναβάλλει ένα γεγονός που μόλις έρθει η στιγμή, θα σου χτυπήσει την πόρτα και θα εισβάλει στο σπίτι σου, στη ζωή σου με το «έτσι θέλω». Θα καθίσει στο σαλόνι, θα σου ζητήσει καφέ και το μόνο που θα σου έχει απομείνει να κάνεις είναι να την καλωσορίσεις και να της προσφέρεις ό,τι επιθυμεί. Και θα κάτσεις να σκεφτείς πόσο καλύτερα ζούσες χωρίς αυτόν το φιλοξενούμενο. Θα νευριάσεις, θα φωνάξεις, γιατί είχες βολέψει τόσο τέλεια τη ζωή σου χωρίς αυτόν. Μα εν τέλει, θα ωριμάσεις. Θα πάρεις μία-δύο αποφάσεις και στο τέλος, θα τον κάνεις συγκάτοικο -συγκάτοικος της ζωής σου η αλήθεια.
Όλοι υπήρξαμε κάποια στιγμή, έτσι, δειλοί. Γιατί όπως και να ‘χει, ό,τι και να πω εγώ, είναι δύσκολο να αποδεχθείς την αλήθεια όταν τα ψέματα είναι ακριβώς ό,τι θέλεις να ακούσεις. Με κάτι παλιούς φίλους που ηθελημένα τους ονομάσαμε έτσι, ενώ τίποτα παραπάνω από γνωστοί μας δεν υπήρξαν. Με μια σχέση που συμβιβαστήκαμε, χωρίς να υπάρξει ποτέ μέλλον. Στη δουλειά, στην καθημερινότητα. Πάντα σαν αντίδραση και συνήθεια, θάβαμε αυτό που γνωρίζαμε, μήπως και σώσουμε λίγα χαμένα χαμόγελα και χρόνο. Πατούσαμε την αναβολή σε ένα ξυπνητήρι για ώρες κι ώρες. Μα όταν σηκωθήκαμε, καμία απ’ τις δουλειές μας δεν ακυρώθηκε. Ίσα-ίσα είχαμε χάσει ραντεβού, δουλειά, ευκαιρίες, μέλλον. Κι αναβάλαμε έτσι μηχανικά την ίδια μας την ευτυχία.
Όσο πιο πολύ αρνείσαι την αλήθεια, τόσο περισσότερο κι η κοροϊδία θα σε περιβάλλει. Τη γνωρίζουν όλοι κι εσύ με αυτήν την παιδαριώδη άγνοιά σου, τους αναγκάζεις να «ξεχάσουν» το ίδιο το γεγονός. Για χάρη σου ή προς χάριν αποφυγής κάθε περίπτωση άβολης στιγμής.
Κανείς δεν αλλάζει και τίποτα, αν δεν αλλάξεις εσύ πρώτα. Κι αν εσύ θες να κλείσεις τα μάτια στην πραγματικότητα, δυστυχώς θα παραμένεις το θύμα της υπόθεσης. Και θα το ξέρουν όλοι, εκτός από σένα. Που ακόμα κι εσύ το γνωρίζεις κατά βάθος καλά. Ακόμα χειρότερα, λοιπόν.
Μη σκοτώσεις την ειλικρίνεια μέσα σου, τη συνειδητοποίηση και τη φωνή που στιγμή δε θέλησε να σε εμπαίξει με ανηθικότητα, μα μόνο να σε ενημερώσει και να σε προστατεύσει. Σκότωσε καλύτερα αυτό το τέρας, τη συνήθεια, που σε αιχμαλώτισε με δόλωμα την προσωρινή ευτυχία κι αγάπη, σου έταξε τη μονιμότητα, με την πιο παροδική κωμωδία που γνώρισες ποτέ. Το ψέμα. Ξέντυσέ το, γδύσ’ το. Έτσι γυμνό, παρατήρησέ το και θα κατανοήσεις την πραγματική του υπόσταση. Και στην τιμή της συνείδησής σου, ντύσε την υπόληψή σου με όσα δάκρυα ρίξεις κι όσο χρόνο χρειαστείς για να ξανασταθείς στα πόδια σου. Αν βρεις τη δύναμη να ξε-θυματοποιηθείς κάποτε. Αν κι αν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη