Μαύρα μακριά μαλλιά, γαλάζια μάτια, μεγάλο στήθος, καλλίγραμμα πόδια. Δεν ξέρω τι βρήκες σε αυτήν κι ούτε με πολυνοιάζει να σου πω την αλήθεια. Ό,τι και να είναι, το μυαλό μου δε θα διαφοροποιήσει την εισαγόμενη πληροφορία και κατ’ επέκταση το αποτέλεσμα. Θα μείνει εκεί σαν μια μικρή αναμμένη φλόγα και θα μου κάψει τα σωθικά. Σαν σπίρτο κι εγώ σαν τσιγάρο να φλέγομαι από θυμό.
Θυμωμένη πάνω απ’ όλα με τον εαυτό μου. Που δεν πρόλαβα, που δεν έπραξα. Που το σκεφτόμουν ξανά και ξανά, που ήθελα να σιγουρευτώ για τα δεδομένα, που άργησα μπροστά σου, που άργησα μπροστά στις εξελίξεις, μπροστά στη ζωή. Και με πρόλαβε εκείνη. Κι έκανε σωστά όσα εγώ, τόσο καιρό, δεν κατάφερα. Έβαλε όλα τα παζλ του μυαλού σου στη θέση τους κι έβγαλε μια εικόνα, που έμοιαζε με αληθοφανή ζωγραφιά, εκτελεσμένη από ταλαντούχο καλλιτέχνη. Μπόρεσε να εξάγει ό,τι εγώ αρνιόμουν πεισματικά καν ότι υπήρχε.
Και παρατηρώ πια ότι το βλέμμα σου ξεφεύγει απ’ την ακτίνα που το τοποθετούσα κάποτε εγώ. Κι εφαρμόζεται σε άλλα μήκη και πλάτη, πολύ έξω απ’ τα σύνορα της ζωής και της αντοχής μου. Εφαρμόζεται τόσο τέλεια, που σχεδόν χαίρομαι για αυτήν την αρμονία που σου έλαχε.
Ξέρεις, μια γυναίκα που φαίνεται να μαζεύει και να προσδιορίζει όλες τις βαθύτερες επιθυμίες σου. Οριοθετώντας το ιδανικό σε ανθρωπινή μορφή. Οριοθετώντας τα ερωτηματικά και το πάθος σου επιτέλους με τη μορφή και το σχήμα που επιθυμούσες.
Και δε λέω, απ’ ό,τι βλέπεις τα παραδέχομαι όλα αυτά. Μα εσύ δεν ξέρεις τι έκρυβα εγώ. Δεν ήξερες εμένα ακόμα. Δεν είχες προλάβει να δεις τη λαμπερή πλευρά, τη γεμάτη χρυσκόσκονες και χρωματιστά αστεία, βγαλμένα από καλοστημένη ρομαντική κομεντί. Ιστορία βγαλμένη από σενάρια ερωτικών ειδυλλίων άλλης εποχής και διαφορετικής υπόστασης και γοητείας.
Κι όσο σε έλουζε περίτρανα η μοναξιά, με κάποιο διεστραμμένο κι αφελές τρόπο, εγώ ακόμα ήμουν πιστή σε αυτήν την ελπίδα, που με χαράκωνε με τα αρχικά σου και με οδηγούσε στη διεκδίκησή σου. Ή έστω έτσι όπως εννοώ εγώ, μια χλιαρή φοβισμένη μου κουβέντα, με τρεις υποστρώσεις κρυφών υπονοούμενων, που εν τέλει κανείς δεν αντιλήφθηκε.
Κι είναι αυτή η κεκαλυμμένη στιγμή αδυναμίας, αποδυνάμωσης ολόκληρου του σώματός μου, όταν σας βλέπω αγκαλιασμένους, ενωμένους, ερωτευμένους. Κι αυτή η άτιμη η ζήλια, που φυτρώνει μέσα μου και με ανυποψίαστα μεγάλους ρυθμούς αναπτύσσεται, φτάνει να καταλύσει το λαιμό μου με έναν άλυτο κόμπο, που με πνίγει σιγά-σιγά, φορά με τη φορά, που σας ξαναντικρίζω.
Και με ζώνουν και οι αμφιβολίες και με ζώνουν κι οι σκέψεις. Σαν δηλητηριώδη μεγάλα φίδια που βρίσκονται στο πίσω μέρος της αυλής και περιμένουν την επόμενη φορά που θα βγω για να με εξοντώσουν με ένα τσίμπημα -ή με ένα βλέφαρο που θα σας ρίξω.
Και πονάει ακόμα κι η χαρά στο πρόσωπό σου. Γιατί δεν την προκάλεσα εγώ. Γιατί ξέρω και δεν εγκρίνω την αιτία αυτής της χαράς. Δε θέλω να την αποδεχτώ. Ξέρω καλά πόσο ευτυχισμένος θα μπορούσες να υπάρξεις δίπλα μου. Κι ύστερα σκέφτομαι ότι επέλεξες εκείνη.
Βροντοφώναξες την επιλογή σου και με άφησες πίσω με διαλυμένα υπολειπόμενα κομμάτια μου. Γιατί αυτήν; Ούτε εγώ ξέρω, αλλά δε θα με έκανε καθόλου πιο χαρούμενη κι η ενημέρωσή μου. Στην άγνοια από εδώ και πέρα -είναι ο πιο ασφαλής τρόπος αποφυγής του πόνου.
Και καίει ο λαιμός, ανεβαίνει κι άλλο ο κόμπος και φτάνει να με στραγγαλίζει η πίεση. Και σας βλέπω έξω, και μιλάτε, και χαζογελάτε, κι αγκαλιάζεστε, και βρίσκομαι ξαφνικά πρωταγωνίστρια σε παρωδία, κακοστημένη μάλιστα. Δε μου ταίριαζε ποτέ η υποκρισία και κοίτα για ποιους έχω φτάσει να την υιοθετώ.
Και το μυαλό μου, μου παίζει παιχνίδια. Μπαίνει σε τριπάκια σύγκρισης, που κάπου ανάμεσα στη δυσφορία και στα αδιέξοδα θέλησαν να δώσουν κι αυτά το παρόν τους. Να μου δείξουν, ανάλογα με τη μέρα και τα επίπεδα αυτοπεποίθησης ή ηττοπάθειάς μου, πόσο ανώτερη ή κατώτερη θα υπήρχα εγώ δίπλα του.
Μα μετά από όλα αυτά, μόνο την απάντηση σε αυτό το ερώτημα δε θέλω να μάθω. Κάτι ψίχουλα ελπίδων κι ονείρων δε χρήζουν κανένα μέλλον ως ευοίωνο. Για να σε έχει, μάλλον σε αξίζει παραπάνω. Μα εγώ, μάλλον θα αξίζω –το– παραπάνω.
Και μια τελευταία, παρορμητική, εξομολογητική κουβέντα. Κι αυτή να μην ήταν, ξέρω, δε θα ήμουν εγώ. Γιατί αν ήμουν εγώ, ποτέ δε θα ήταν καμία άλλη.
Γι’ αυτό, δικός σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη