Οι άνθρωποι, εκ γενετής, τρέφουμε φόβους κι ανασφάλειες. Ζούμε τη ζωή μας σε μικρές δόσεις για να μην πληγωθούμε, μιλάμε όσο πρέπει για να μην κινδυνεύσουμε, πάμε μέχρι εκεί που νιώθουμε ασφαλείς. Υποσυνείδητα σημειώνουμε τα όρια της ύπαρξής μας και ζούμε άνετα, και τάχα ευτυχισμένα, μέσα στην καλοσχηματισμένη τσιχλόφουσκα που τόσο ιδεατά σχηματίσαμε.

Κι άλλοι λαμβάνουμε γονίδια που προοικονομούν παρόμοιες συμπεριφορές, άλλοι προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα της ζωής ή γινόμαστε έτσι μετά από αναποδιές που πάνε κι έρχονται, άλλοι πολεμούμε με όσα αυτή μας έλαχε και προχωράμε παρακάτω. Με ό,τι αυτό φέρει, με ό,τι καλύτερο όμως κι εμείς μπορούμε να κάνουμε. Γιατί οι φόβοι κι οι αναστολές μας μάς κρατούν πίσω, συνεχώς και καθημερινά. Σαν βαρίδια, εμποδίζοντάς μας απ’ το παραπέρα. Μας πηγαίνουν μακριά από όνειρα ξεχασμένα, από νέες γνωριμίες, από νέες εμπειρίες και προτάσεις, νέα μέρη, νέα δουλειά, από μια νέα διαφορετική ζωή. Κι αρκεί μόνο μία αλλαγή για να ξεκινήσει. Γιατί αυτή θα σηματοδοτήσει και τις επόμενες.

Κι απ’ όλα πιο πολύ, οι φόβοι σου αφορούν τους άλλους ανθρώπους. Εκείνοι σου δημιουργούν τις πιο βαθιές ανασφάλειες και τα πιο σκληρά διλήμματα. Αυτοί έχουν την ικανότητα να σε κάνουν χαρούμενο ή τρομερά διστακτικό, ή απόλυτα σίγουρο, ή και φοβισμένο. Είναι ικανοί για πολλά περισσότερα απ’ όσα εμείς θαρρούμε πως υποσυνείδητα θα μπορούσε να προκαλέσει κάποιος. Γιατί απέναντι στον άλλον και στις απαντήσεις που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είσαι έτοιμος να ακούσεις, νιώθεις αδύναμος. Λίγος και δειλός, γιατί οι απαντήσεις που μπορείς να πάρεις είναι πολλές κι αυτές που επιθυμείς λιγότερες.

Αλλά ξεκινάς λάθος. Ξεκινάς με την απάντηση που θα λάβεις κι όχι με την ερώτηση που θα κάνεις. Γιατί ανεξαρτήτως απαντήσεων, η ερώτηση θα έπρεπε να μένει αναλλοίωτη. Κι είναι πιο εύκολο αν αναλογιστούμε ότι δεν υπάρχουν καν ξεκάθαρες ερωτήσεις κι απαντήσεις μα ατάκες και συνομιλίες που δένονται μεταξύ τους με το φλερτ και τη χημεία δύο ατόμων.

Κι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσεις ριζικά τις ανασφάλειες και τις δεύτερες σκέψεις είναι η τόλμη -σε όλα τα επίπεδα. Λίγη τόλμη παραπάνω, λίγο θάρρος θα μας εξασφάλιζαν –αν όχι όσα αξίζαμε– σίγουρα παραπάνω απ’ όσα παίρναμε. Γιατί οι σχέσεις δεν είναι συναλλαγές, δεν απαιτούμε να παίρνουμε όσα δίνουμε, όμως τουλάχιστον μια ουσιαστική πρώτη αμοιβαιότητα είναι δίοδος για ό,τι άλλο προκύψει μετέπειτα.

Γιατί κι εκεί υπάρχει φόβος, κι εκεί ρισκάρεις, κι εκεί τρομάζεις. Δε ξέρεις τι ακολουθεί. Ποτέ δε θα ξέρεις. Μα ο δισταγμός σε κρατάει απ’ τα μαλλιά, σε σέρνει πίσω στην προηγούμενη βολικά άβολη θεσούλα σου, και συνεχίζει το έργο ανενόχλητα, έχοντας πια εσένα στη σίγαση να ουρλιάζεις για προσοχή. Κι ο φόβος, πηγή όλων, σου αλλάζει και το κανάλι για να μη σε βλέπει καν να προσπαθείς -και να του χαλάς και την εικόνα.

Τόσο ψυχρά, σαν γυαλί τηλεόρασης σε αντιμετωπίζει η ζωή. Τόσο, και πιο πολύ, αν δεν αποφασίσεις να τα βρεις με αυτήν και με τον εαυτό που σου έλαχε για να τη ζήσεις. Μικρή πολύ για να δειλιάσεις, μικρή πολύ για να σκεφτείς το «ρεζίλι» –όπως αποκαλείς την απόρριψη–, μικρή πολύ για να μη δοκιμάσεις, με όποια συνέπεια.

Καμία απόρριψη σε ένα φλερτ δε θα σε διαλύσει, ούτε θα σε εμποδίσει απ’ το παραπέρα. Δε θα σε μειώσει, ούτε θα σε υποβαθμίσει. Γεννηθήκαμε να προσπαθούμε, να ζούμε και να ρισκάρουμε. Αλίμονο αν τα σκεφτόμασταν όλα απ’ όλες τις πιθανές εκδοχές. Ολόκληρη η ζωή δε θα μας έφτανε να τριπλοσκεφτούμε την κάθε μας κίνηση.  Ζούμε ως απόρροια του αυθορμητισμού -καλύτερο κι ουσιαστικότερο τρόπο αντίληψης της ζωής δε νομίζω να ξαναγνωρίσεις.

Πάρε τα σήματα που χρειάζεσαι και που αναλογούν σε κάθε περίπτωση, κρίνε τα εσύ και πήγαινε εκεί που σου έγνεψε το μυαλό σου. Εκεί που σκέφτηκες, με την πρώτη. Αν κάτι πάει στραβά, αν κάτι δε βγει, όπως ήθελες ή περίμενες, η ίδια η ζωή είναι ένα ρίσκο. Ένα μεγάλο φωτεινό σήμα που σε προετοιμάζει για πιθανό κίνδυνο. Αλλά εσύ έχεις αναπτύξει ήδη ταχύτητα κι η απότομη μείωσή της μόνο να σε τραυματίσει μπορεί.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη