Κάρμα, λένε. Κάτι σαν άτυπος νόμος, που όλοι με τον τρόπο μας σεβόμαστε ή θέλουμε έστω. Ή κι ελπίδα του καθενός ότι κάποια στιγμή όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Όπως ορίζεται για αυτούς. Σύμφωνα με ό,τι η ζωή καθορίζει ως σωστό, πρέπον, ή τουλάχιστον δίκαιο.
Μα η ζωή δεν είναι βιβλιαράκι με κανόνες κι είμαστε όντα φιλόδοξα, επιθετικά κι ατελή. Προχωράμε σε πράξεις λανθασμένες, χωρίς νόημα, τυφλά οδηγούμενοι απ’ το συναίσθημα και τη λάθος ή σωστή στιγμή. Με τη ψευδαίσθηση ότι όλα θα συγχωρεθούν κι ότι οι πράξεις που μας επιστρέφονται απ’ τη ζωή είναι ανεξάρτητα γεγονότα. Όμως η ζωή είναι άτιμη. Όλα τα θυμάται κι όλα τα επιστρέφει. Και συνθέτει μία απ’ τις πιο αξιοθαύμαστες απόψεις για τη ζωή. Όλα είναι κύκλος κι όλα επιστρέφονται. Καλά ή κι άσχημα.
Κι είναι ευχή και κατάρα μαζί, ό,τι κάνουμε να το δεχόμαστε ξανά πίσω. Και στις δυο περιπτώσεις δε θα πάρουμε απλά ό,τι αξίζουμε, αλλά θα βιώσουμε οι ίδιοι και τα αποτελέσματα που εμείς επιλέξαμε για τους άλλους. Γιατί πάντα, όταν κάτι αφορά εμάς, κάθε αντικειμενικότητα και ρεαλισμός για τις σκέψεις, τις πράξεις και τα αισθήματα εξουδετερώνεται στο βωμό του εγωισμού μας.
Μα οι άνθρωποι δεν είναι εχθροί μας. Δε ζούμε κάποιο είδους πολέμου και σίγουρα δεν υπάρχει λόγος να πολεμάμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Να τον καταδιώκουμε, να το βάζουμε στη γωνία και να το χτυπάμε. Γιατί σε αντίστοιχη περίπτωση κάνεις δε θα μας χαριζόταν. Κανείς δε μας χρωστάει τίποτα και πόσο άδικο να φερόμαστε σαν να μας χρωστάνε. Κι ειδικά μόνο όταν αφορά τον εαυτό μας και ποτέ τους άλλους.
Αλλά πρόκειται για μια ολόκληρη θεωρία και δεν αφορά απόλυτα «κακές» συμπεριφορές. Αφορά ό,τι μικρό κι αν κάνουμε και μας αξίζει διπλό, τριπλό. Γιατί μας βγαίνει αυθόρμητα και πηγάζει απ’ το ποιοι είμαστε στα αλήθεια -όχι απ’ το τι δείχνουμε στον έξω κόσμο- κι από τι έχουμε να προσφέρουμε. Ως άνθρωποι που απλά αγαπάνε τους ανθρώπους. Κάτι τόσο φυσιολογικό που έχει καταντήσει σχεδόν παρεξηγήσιμο. Να είμαστε ευγενικοί και καλοί άνθρωποι. Και δε μας υποχρεώνει κάποιος να το κάνουμε, αλλά χρειάζεται να το θέλουμε. Και να προχωράμε σε πράξεις σύμφωνα με τις αρχές που ο καθένας μας υποσυνείδητα υπηρετεί.
Γιατί να σας πω την αλήθεια με κούρασαν οι άνθρωποι που σκέφτονται μόνο την πάρτη τους, το τι θα κερδίσουν οι ίδιοι, αυτοί που δε διστάζουν, ρε φίλε. Μπροστά στη στεναχώρια που μπορούν να προκαλέσουν, να μη διστάζουν. Τόσο σκληροί κι απόλυτοι. Και μπορούν να πληγώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη και με κάθε επίγνωση των όσων λένε και κάνουν. Προβάλλουν τη συμπόνια ως άσκοπο και την αγένεια ως φυσιολογικό. Προκαλούν συχνά πόνο και ίσως τους αρέσει κατά βάθος. Γιατί έτσι αναπληρώνουν δικά τους κενά. Και νιώθουν καλύτερα για τον εαυτό τους. Για έναν εαυτό που χόρτασε δυσκολίες, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να τις κατανικήσει. Και στο τέλος απλά τον κατάπιαν. Τον άφησαν νικημένο. Κι αποφάσισε να προκαλέσει κι αυτός, με τη σειρά του, ίδιες και χειρότερες. Πήρε ένα δρόμο αποφασισμένο να μαράνει καθετί όμορφο κάποτε άνθισε μέσα του. Και να τα τσακίσει σαν να μην υπήρχαν και ποτέ.
Και μόνο έτσι δικαιολογώ εγώ την κακία. Μόνο έτσι θέλω να την εξηγήσω. Δε βρίσκω άλλη αιτιολογία για έναν άνθρωπο να επιλέγει να προκαλεί κακό και δυστυχία. Και πια δεν το ανέχομαι κιόλας . Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να ανεχτούν την κακία, την άκαιρη ματαιοδοξία, να την αντιμετωπίσουν κι όλο αυτό να τους αφήσει κι αλώβητους.
Γεμίσαμε άτομα που βάζουν αυτό τον «εαυτούλη» τους πάνω από όλους κι όλα. Πάνω και απ’ τα αυτονόητα. Την ανιδιοτέλεια, ας πούμε. Τη δοτικότητα και τη χαρά, αυτήν την αυθόρμητη που δεν τη πολυσκέφτεσαι, απλά προσφέρεις. Είτε πρόκειται για λόγια, είτε για βοήθεια, είτε για υλικά.
Έγινε η ευγενική καλοσύνη, περίεργη. Αυτή που κάποτε, όπως και πάντα θα έπρεπε, ήταν φυσιολογική. Κι έχουμε γεμίσει από δαύτους. Εγώ θέλω τους άλλους, τους τρελούς. Τους αισιόδοξους ανθρώπους γεμάτους ζωή, όνειρα, σχέδια. Με όρεξη για ό,τι καλυτερεύει έστω και μια στάλα τον κόσμο. Καθόλου κοινότυπο, όσο κι αν το νομίζεις. Ίσως λίγο παιδικά ονειρεμένο. Αλλά παιδιά θέλουμε για να αλλάξουμε μίζερες νοοτροπίες κι αρνητικούς ανθρώπους. Παιδιά, όνειρα κι αγάπη. Για τον κόσμο που γεννηθήκαμε, για τη ζωή που ζούμε, για τον άνθρωπο που βλέπουμε μέσα στη μέρα μας.
Και γιατί το χαρακτήρα μας εμείς τον ορίζουμε, βάζοντας άνισες και ποικίλες δόσεις χαρακτηριστικών, στο χέρι μας είναι να αλλάξουμε τη δοσολογία και να τη φέρουμε στα μέτρα μιας πιο χαρούμενης ζωής. Μέχρι τότε, όμως, καλό θα ήταν ο καθένας να παίρνει αυτό που του αξίζει -κι ίσως και λίγο παραπάνω απ’ το καθετί Όχι ως αντίποινο, τίποτα τόσο δίκαιο δεν υπάρχει πλέον, αλλά ως απόδειξη μιας ανώτερης δύναμης που στο μυαλό του καθενός μπορεί να πάρει τη μορφή θεού, πεπρωμένου ή απλά ζωής.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη