«Τέλειες ζωές», «τέλειοι άνθρωποι», ιδανικές σχέσεις και καταστάσεις. Καλογυρισμένα ψέματα που σου υπόσχονται αφελώς την ευτυχία, σε διαφημιστικά μηνύματα και περιοδικά και σου φυτρώνουν στο μυαλό φουσκωτές χαζομάρες.
Τελειότητα∙ τι άθλια λέξη. Σε ωθεί να την κυνηγάς, να τρέχεις ξωπίσω της, μήπως και μπορέσεις ποτέ να τη φτάσεις. Μάντεψε, θα τρέχεις αιώνια, σαν πιόνι θα σε παίζει, σε ένα κυνηγητό, που στο τέλος θα σε αφήσει ιδρωμένο, εξουθενωμένο και χαμένο.
Είμαστε όλοι διαφορετικά λαμπερά χρώματα, ιδιαίτεροι χρωματισμοί μιας παλέτας ανεξάντλητης. Κι ακούμε και βλέπουμε πάλι τα ιδία και τα ίδια, λες κι ο κόσμος ξέχασε να εκτιμά. Κι επηρεαζόμαστε τόσο, που ξαφνικά προτιμάμε όλοι το λευκό. Επειδή είναι της μόδας, επειδή είναι όμορφο κι απόλυτο. Μα ξέχασαν πως το λευκό περιέχει όλα τα υπόλοιπα. Είναι μέρος τους. Κάπως έτσι κι οι άνθρωποι. Αναζητούν το «τέλειο», μα ξέχασαν ότι αυτοί οι ίδιοι το συνθέτουν, όλα αυτά τα πραγματάκια, τα τόσο δα, που κάνουν, λένε, αισθάνονται, αυτά τα κάνουν όλα «ιδανικά» -ή τουλάχιστον όπως θέλουν να είναι!
Σε αγώνες δρόμου, τρέχουν να προλάβουν, να βελτιώσουν κάθε μικρή ατέλεια, κάθε ψεγάδι που τους αποτρέπει απ’ τα μεγαλοπρεπή σχέδιά τους. Κοιτάζονται στον καθρέφτη κι όλο και κάτι βρίσκουν. Ποτέ δεν τελειώνει αυτή η λίστα με τα ελαττώματα. Και να κι αυτό και να και το άλλο. Και κάπου εκεί φυτρώνουν οι ανασφάλειες και τα κόμπλεξ που ξέκλεψαν λίγο χώρο -για το σώμα, για το πρόσωπο, για τη συμπεριφορά, για την ίδια την ψυχή. Κι η λίστα όλο και μεγαλώνει. Και κάνουμε δίαιτες, επεμβάσεις, αλλάζουμε, προσποιούμαστε, γελάμε με το ζόρι ή κρύβουμε δάκρυα επίτηδες. Αντί να κάνουμε απλά αυτό που θέλουμε να κάνουμε, συμβιβαζόμαστε για να διατηρήσουμε αυτό το «τέλειο», που τόσο περίτεχνα αποδείξαμε σε όλους ότι υποστηρίζουμε.
Μα δεν είσαι εσύ. Γιατί αυτό που θες να γίνεις, δεν υπάρχει. Εσύ είσαι κάτι υπαρκτό κι υπέροχο κι έχεις βαλθεί να γίνεις μια πλασματική ψευδαίσθηση. Πλαστική. Γιατί κι όλοι οι άλλοι, θέλουν να γίνουν. Όλοι. Κι εν τέλει δεν το πετυχαίνει κάνεις. «Να γίνει ίδιος με όλους, μα και να ξεχωρίσει». Και θα σας πω γιατί. Γιατί η τελειότητα είναι κάτι που ο καθένας έχει βάλει ως στόχο, υποσυνείδητα και το κυνηγάει τυφλά. Και μόλις πετυχαίνει κάτι καλό, ειλικρινά καλό, αντί να χαρεί, ορίζει αμέσως τον επόμενο στόχο. Βρίσκει και κάτι άλλο. Και ξανά και ξανά. Και δεν απολαμβάνει τίποτα. Και δεν πετυχαίνει τίποτα. Αυτή η τελειότητα δεν έρχεται ποτέ στη ζωή του. Έτσι άπληστος, πάντα, ο άνθρωπος.
Μα εγώ ποτέ δεν κατάλαβα ποιος το ορίζει αυτό το «τέλειο». Γιατί μπορεί ο κάθε άνθρωπος να έχει προσωπικούς στόχους για αυτοβελτίωση –κι αυτό είναι θεμιτό–, μα αυτοί ρέουν συνήθως από μασημένες εικόνες, που μας μοιράζουν και τις δεχόμαστε ως δεδομένες. Τις στριμώχνουμε τόσο καλά στο μυαλουδάκι μας και το πείθουμε να οδεύσει προς εκεί. Χωρίς λόγο, απλά να υπακούσει. Ρομπότ να γίνει και να δεχτεί νούμερα ιδανικά, αναλογίες, αποχρώσεις, ατάκες, αντιδράσεις.
Ποιος ορίζει το τέλειο βάρος, το ύψος, το τι πρέπει να πεις και πότε, τον τέλειο σύντροφο ή τον τέλειο φίλο; Τους ανθρώπους μας δεν τους αγαπάμε γιατί είναι τέλειοι. Τους αγαπάμε γιατί είναι ιδιαίτεροι, διαφορετικοί κι ατελείς. Κυρίως ατελείς. Γιατί μας νευριάζουν, γιατί δεν ξέρουν τι να πουν, γελάμε με την ντροπή τους, τους πειράζουμε για τα ελαττώματά τους. Μιλάμε για τα προβλήματά τους κι όχι για την τέλεια ζωή τους. Ζωή είναι, όχι παραμύθι. Κι ‘μείς ατσάλινοι, όχι πλαστικοί. Η εντέλεια είναι ουτοπική άλλωστε κι όποιος την κυνηγά, είναι τουλάχιστον αφελής.
Κάθε «τέλειος» άνθρωπος μας βγάζει εκτός ορίων! Μια γυάλινη κούκλα, αψεγάδιαστη και λαμπερή, στη βιτρίνα, περιμένει με ανυπομονησία να πουληθεί. Έτσι βλέπουμε εμείς, «οι ατελείς» όλους αυτούς. Εμείς που γελάμε με τα δικά μας αστεία, γιατί κανείς άλλος δε βρέθηκε να το κάνει. Εμείς που αρνούμαστε να νοιαστούμε για τις μη ιδανικές αναλογίες μας κι αγαπάμε το φαγητό, εμείς που βρίζουμε, γελάμε ενοχλητικά, φωνάζουμε δυνατά. Εμείς που βγαίνουμε άσχημοι στις φωτογραφίες, αλλά τις κρατάμε. Εμείς που δε θέλουμε με τίποτα να υπάρξουμε σε αυτήν την οδυνηρή εντέλεια του κόσμου.
Τίποτα χειρότερο απ’ την εντέλεια, στην όποια της μορφή. Αρνούμαστε να την αφουγκραστούμε, αρνούμαστε να υποστηρίξουμε οτιδήποτε απόλυτο. Οτιδήποτε δε μας αφήνει να φερόμαστε αυθόρμητα, δε μας κάνει να περνάμε καλά, οτιδήποτε μας απομακρύνει απ’ αυτό που είμαστε κι απ’ όσα αγαπάμε -ποσό μάλλον για να γίνουμε όπως κι όλοι οι υπόλοιποι.
Η μεγαλύτερη ατέλεια αυτού του κόσμου, πριν απ’ τα ανθρωπινά λάθη, είναι η μανία επίτευξης της εντέλειας, σε όλα τα επίπεδα. Αυτή είναι η πηγή όλων των προβλημάτων των ανθρώπων, των ανασφαλειών και των δυσκολιών. Η ζωή είναι υπέροχη από μόνη της κι αυτή η λέξη θα έπρεπε να ήταν ήδη αρκετή.
Υπέροχη. Φωτεινή. Σίγουρα όχι ιδανική.
Εσείς βρίσκετε κάποια μεγαλύτερη ατέλεια εκεί έξω απ’ την ίδια την εντέλεια;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη