Από τότε που θυμόμαστε τους εαυτούς μας, ως μικρά υπερφίαλα παιδιά, με τάσεις υπερκινητικότητας κι υπερκαταναλωτισμού, δεν μπορούμε με τίποτα να αγνοήσουμε τον ακατανίκητο, πηγαίο φόβο, για το σκοτάδι κι όσα «τρομακτικά» και «ακραία» αυτό έφερνε.
Τρέχαμε, γελούσαμε, ήμασταν τολμηροί απέναντι στο καινούριο κι ό,τι άγνωστο αυτό φυλούσε. Ανακαλύπτοντας την γκάμα των μυστηρίων που μπορούσε να αποκαλύψει ένα πάρκο, μια πίσω αυλή, ένα παλιό σπίτι. Και δε μας τρόμαζε τίποτα, εφόσον βλέπαμε, εκτιμούσαμε, με τη λογική που κατείχαμε και θεωρούσαμε ως ικανοποιητική και προχωρούσαμε χωρίς ίχνος δισταγμού. Έτσι αυθόρμητα κι αβίαστα, χωρίς να το πολυσκεφτούμε.
Μα ό,τι μας τάραζε πραγματικά ήταν η έλλειψη αυτής της εκτίμησης των όσων γίνονται. Κι αυτήν την έλλειψη την έτρεφε το σκοτάδι και τη φιλοξενούσε η νύχτα. Κι όποιο φόβο, κλάμα ή άρνηση δε δείχναμε όλη μέρα κι αρνούμασταν πεισματικά ότι κατείχαμε κιόλας, το δείχναμε απλόχερα τις βραδινές ώρες, όπου όλα έκρυβαν βαθμό επικινδυνότητας, δυσκολίας και πιθανότητας κακού.
Μάταια η μαμά μας προσπαθούσε να μας πείσει για το αυτονόητο. Κάτι κρύβεται μέσα στο δωμάτιο, δίπλα μας και μόνο μια μικρή ακτίνα φωτός, που θα έπρεπε να παραμείνει στο δωμάτιο, θα μπορούσε να το σταματήσει από όποιο κακό είχε βάλει στο νου του. Αντίθετα, αν τολμούσαμε να κλείσουμε όλα τα φώτα θα βρισκόταν στο περιβάλλον ανάπτυξής του, που το ευνοούσε, δίνοντάς του τη δυνατότητα να μας ξεπαστρέψει χωρίς δισταγμό και σταματημό, από κανέναν και τίποτα.
Απλή η λογική μας κι απορούσαμε με τους άλλους που δεν την κατανοούσαν ή προσπαθούσαν να μας πείσουν για το απίστευτο∙ ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο, τίποτα τρομακτικό, τίποτα που να αξίζει τον τρόμο που νιώθαμε.
Και πέρασαν τα χρόνια και δεν άλλαξε απολύτως τίποτα. Ακόμα αφήνουμε το σωτήριο φωτάκι δίπλα μας ανοιχτό! Ναι, αυτό που θα μας προστατέψει απ’ το «κακό» του δωματίου και θα μας δώσει τη δυνατότητα για ήρεμο ύπνο και διατήρηση της ακεραιότητάς μας.
Δεν το θέλουμε το απόλυτο σκοτάδι, ό,τι και να γνωρίζουμε ότι δεν κρύβει, ό,τι και να μας υπόσχονται πως δε θα συμβεί. Είναι μακρινό, μυστήριο και κυρίως άγνωστο. Κι ας βρίσκεται μέσα στο ίδιο το σπίτι μας. Μας στερεί μια αίσθηση που σφραγίζει την τοποθεσία ως μη επιτρεπτή. Προληπτικοί; Μπορεί. Μα και να μας διαβεβαιώσετε, εμείς προσκολλημένοι στην ηθελημένη παιδικότητα και φοβία, που καθιερώνει πλέον και την ενήλικη ζωή μας, θα ανάψουμε ένα μικρό φωτάκι κι ύστερα ανακουφισμένοι θα κοιμηθούμε σαν μωρά.
Κύριος λόγος όλων αυτών, που θεμελιώνεται προφανώς απ’ το φόβο που νιώθουμε, είναι η ανασφάλεια του μη γνώριμου και ταυτόχρονα η ασφάλεια του οικείου. Είναι τα χαρούμενα αισθήματα που μας προκαλεί μια εικόνα που έχουμε μάθει και συνηθίσει και το άγχος μιας άγνωστης εικόνας, ποσό μάλλον μιας ανύπαρκτης. Είναι θέμα ασφάλειας κι άνεσης. Όπου νιώσουμε, λοιπόν, καλύτερα, εκείνο το μέρος και τη στιγμή θα αφομοιώσουμε, αυτό θα νιώσουμε ως γνώριμο και θα κατοχυρώσουμε γα τη συνέχεια.
Όσα χρόνια και αν περάσουν, όσες δυσκολίες κι αν αντιμετωπίσουμε, όσους φόβους και δισταγμούς και να καταπολεμήσουμε, το παιδί μέσα μας θα φωνάζει τα δικά του θέλω, τους δικούς του φόβους και τις δικές του συνήθειες. Και πάντα, ό,τι και να λέει το μυαλό του δεκαοκτάχρονου, τριαντάχρονου ή πενηντάχρονου εαυτού μας, πάντα η φωνή του πεντάχρονου θα ηχεί πιο δυνατά μέσα μας και θα επιβάλλει τη δική του αλήθεια και τη δική του αναγκαστική προτίμηση.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη