Ένιωσες, ξένιωσες, άνοιξαν πληγές, έγιναν γρατζουνιές, προχώρησες, διπλό-σκέφτηκες, έκλαψες. Ένιωσες δυο-τρία πράγματα για αυτόν τον άνθρωπο ή και δέκα κι είκοσι. Δεν πίστεψες ότι θα υπάρξεις τόσο δυνατός, όσο εν τέλει απέδειξες. Και κάθισες να αναλύσεις τι πήγε στραβά κι ποτέ σταμάτησε να νιώθει το ίδιο. Ποια, ακριβώς, στιγμή χάθηκε η σπίθα, γιατί η φωτιά έγινε στάχτη και πού πήγε η τόση θερμότητα.
Γιατί έφυγε με δυο μισόλογα για να αποφύγει την πολλή συζήτηση, που ίσως τον περιέβαλε σε συναισθηματικούς μπελάδες κι οδυρμούς. Να αποφύγει τα πολλά-πολλά που θα απαιτούσαν εξηγήσεις, εξηγήσεις που δεν είχε ούτε καν την απαραίτητη ειλικρίνεια και διάθεση για να χαρίσει. Σκληρός κι απόμακρος, λες και δεν ένιωσε και ποτέ τίποτα. Λες.
Γιατί η φυγή και το τέλος δείχνουν πιο πολλά κι απ’ την ίδια τη σχέση. Όλα στην αρχή –κι όλοι– καλοί φαίνονται. Μα πώς μιλάνε στο τέλος, τι χαρακτήρα δείχνουν και το πώς αντιδρούν, αποδεικνύουν ξεκάθαρα τις αρχικές τους προθέσεις, τις σκέψεις και το ποιόν των «πρωταγωνιστών» μας.
Και τέτοιου είδους τέλη, μόνο αδιαφορία αξίζουν. Δειλά από πράξεις και ξερά από έρωτα. Η μαγεία της συζήτησης χάνεται κάπου στη δειλία του άλλου. Και μεταφράζεται –ή θα ‘πρεπε έστω– σε απαξίωση και δική μας.
Γιατί όταν μας φέρνουν προ τετελεσμένου, σίγουρα δεν μπορούμε να μιλάμε για δικές μας αποφάσεις. Καλώς ή κακώς, ακόμα και να το έχουμε δεχτεί πλέον, δεν αλλάζει το αρχικό γεγονός. Μας άφησαν κι εμείς μην μπορώντας να τους φέρουμε πίσω ή να απαιτήσουμε περαιτέρω εξηγήσεις, δηλώσαμε με μεγάλα, περίτρανα λόγια ότι ανήκουν στο παρελθόν. Μέχρι να μας χαρίσουν πάλι ένα βλέμμα, σαν εκείνα τα αγαπημένα. Μέχρι να ‘ρθει ένα μεθυσμένο μήνυμα, σαν εκείνα τα πρώτα. Μέχρι να μας κεράσουν μία ατάκα, σαν εκείνες τις παλιές. Μα χρειάζεται ένα ξύπνημα, που δε μοιάζει με κανένα παλιό. Ένα ταρακούνημα, ολοκαίνουριο!
Γιατί ο εγωισμός μας ανέβηκε βαθμίδες, σκαρφάλωσε την κορυφή και μας μπούχτισε στα ψέματα. Μας θόλωσε με ανωτερότητες και νέα ξεκινήματα, μέχρι να σκάσει κάποια επιστροφή, που θα τα ταρακουνούσε όλα. Που θα τα άλλαζε όλα. Που θα μας γκρέμιζε όσα νέα ξεκινήματα μας τάξαμε. Μα τι τάζουμε με περίσσεια σιγουριάς, αφού μας ξέρουμε. Ξέρουμε πότε είμαστε απόλυτοι κι ειλικρινείς και πότε –προκειμένου να αποφύγουμε κριτικές και συμβουλές– χαρίζουμε απλόχερα δυο ψέματα.
Μα πέρα από λίγη παραπάνω αλήθεια, χρειάζεται κι αυτοσεβασμός. Γιατί καλό το συναίσθημα, καλός κι ο έρωτας κι η ανάγκη. Μα αυτοί που έφυγαν, αποφάσισαν μια ζωή χωρίς εμάς. Δεν τους ένοιαξε στο ελάχιστο. Αρκέστηκαν στη νέα ελευθερία τους και τη χάρηκαν στο έπακρο. Θα διεκδικήσουν νέα άτομα, θα φτιάξουν νέες στιγμές. Κι όλα αυτά –από πρόθεση– χωρίς εμάς.
Και κανείς δε σου εγγυάται ότι δε θα γυρίσουν. Σχεδόν όλοι, πάντα γυρνάνε. Γιατί ελέγχουν το «χώρια», το χαίρονται, το εξετάζουν κι επιστρέφουν έπειτα στην ασφάλεια. Εκεί που τίποτα δε θα είναι νέο κι αμφισβητήσιμο. Εκεί που όλα γνώριμα, θα τους έχουν λείψει, αφού τα καινούρια που διεκδίκησαν δεν είχαν τη λάμψη του παρελθόντος.
Μα η μαγκιά δεν είναι ούτε να τους πείσεις όλους πόσο υπεράνω είσαι ούτε πόσο γρήγορα ή αργά προσπέρασες καταστάσεις. Η μαγκιά είναι μόλις επιστρέψουν, με αυτοεκτίμηση, να τους γυρίσεις την πλάτη και να κοιτάξεις μπροστά. Εκεί που σου αξίζει κι εκεί που περιμένουν άλλοι. Άλλοι που δε σε ‘χουν για δικλείδα ασφαλείας, αλλά είσαι γι’ αυτούς ανάγκη κι επιλογή.
Και δε σου ζήτησε κανείς να τους διαγράψεις. Δεν είσαι κανένα ρομπότ, που με κόλπα αυτοματισμού θα εξαφανίσεις περιττά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Θα καταφέρεις, όμως, κάτι άλλο. Θα καταφέρεις να σπείρεις μέσα σου την αποφασιστικότητα και θα απομακρύνεις τα νεκρά αισθήματα που περίσσεψαν στην ψυχούλα σου.
Και χρειάζεται πρώτα να καταλάβεις όσα νιώθεις ακόμα και να μην τα κρύψεις -κυρίως απ’ τον εαυτό σου. Γιατί μόλις έρθει το κατάλληλο σήμα μεταφρασμένο ως μήνυμα ή κοίταγμα, θα αφεθείς στο παρελθόν να σε ζαλίσει στο ψέμα και στην αρρώστια της επανασύνδεσης και του εκ νέου χωρισμού. Μόνο αν συνειδητοποιήσεις όσα αισθάνεσαι θα μπορέσεις να τα αντιμετωπίσεις -όχι να τα πολεμήσεις. Δεν είναι πόλεμος ο έρωτας, αλλά, μεμονωμένα, επίθεση ή άμυνα. Καταλαβαίνεις, αξιολογείς, πράττεις. Απλές, λογικές για τα δεδομένα του έρωτα, πράξεις. Αμύνεσαι απ’ την αφέλεια του άλλου που σε θεωρεί δεδομένο κι απ’ όσα νιώθεις εσύ πραγματικά.
Και δε μιλάμε ποτέ απόλυτα για τίποτα. Κάθε άνθρωπος και κάθε κατάσταση αυτορίζεται απ’ τη μοναδικότητα της στιγμής. Μα εμένα η ζωή μου έμαθε ότι όσοι φεύγουν συνηθίζουν να ζουν χωρίς εσένα. Συνηθίζουν την απουσία σου και την προβάρουν. Αν επιστρέψουν δεν παραδέχονται καμία αποτυχία αυτής της πρόβας. Μα ίσως μια αδυναμία, ακόμα, να την κατεβάσουν ως έτοιμη παράσταση. Εν τέλει, εννοώ ότι μπορεί να μην άντεξαν τώρα την απουσία σου, αλλά τη δοκίμασαν, τη θέλησαν, την προκάλεσαν. Κι ίσως κάποια στιγμή, ίσως κι άμεσα, την ξαναθελήσουν. Εμένα, ακόμα κι αυτό μου ακούγεται τρομακτικό για κάποιον που θεωρείς άνθρωπό σου.
Κρίνε μόνος. Με πρώτο και μοναδικό γνώμονα τον εαυτό σου και με όσα αυτός, μακροπρόθεσμα κατά προτίμηση, θα είναι καλύτερα. Η ζωή δική σου, η απόφαση δε θα μπορούσε να ‘ναι άλλου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη