Ξέρεις, οι άνθρωποι χρειάζεται να περάσει καιρός για να καταλάβουν πράγματα και γεγονότα, να δουν το λάθος τους, να ζητήσουν συγγνώμη. Χρειάζεται να περάσει ο καιρός για να διορθώσουν όσα προκάλεσαν, να μετανιώσουν για όσα δεν έκαναν.

Κι ίσως χειρότερο απ’ το να μετανιώνουμε για μια πράξη, είναι να μετανιώνουμε για την απραξία μας. Εκείνη μας γεννά τα πιο βαθιά ερωτηματικά, εκείνη μας πληγώνει ακόμα περισσότερο. Λάθη κάναμε και θα κάνουμε, κατά μία άποψη δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε εξ ολοκλήρου απ’ τη ζωή μας. Θα είναι σχεδόν πάντα στο πλάι μας να μας θυμίζουν ότι δεν είμαστε τέλειοι -κι ίσως δε θα γίνουμε και ποτέ.

Και πέρασαν νύχτες και νύχτες. Τις πιο πολλές δεν τις μετανιώσαμε -ίσως και καμία. Μ’ ακόμα κι έτσι, δε μετανιώσαμε για όσα είπαμε ή κάναμε, ούτε για το πώς υπήρξαμε μαζί και ο καθένας χώρια. Μα εγώ πιο πολύ. Κρατάω ένα παράπονο παραπάνω στον εαυτό μου, που δε σου είπα όλα όσα ήθελα. Γι’ αυτό μετανιώνω πιο πολύ από τίποτε άλλο. Γιατί σου οφείλω τώρα ένα συγγνώμη, έτσι, χωρίς λόγο, γιατί πλέον δεν αρκεί για ν’ αλλάξει την κατάσταση και τις συνθήκες εν τέλει. Γρατζουνάει τις παλιές ιστορίες, φέρνει μια γλυκιά νοσταλγία και ανάμνηση, μα εσένα δεν μπορεί να σε φέρει πίσω. Μα και να σε φέρει, τίποτα δε θα είναι ίδιο με τότε.

Η ζωή είναι μια σειρά διαδοχικών πράξεων και ανάλογα με την ακολουθία που θα επιλέξεις, θα ζήσεις και τη ζωή που θα προκύψει. Πάντα μπορείς να αλλάξεις κάτι με ένα πλάγιο μονοπάτι, αλλά κανείς δε σου εγγυάται ότι θα οδηγήσει στο ίδιο «εκεί» με τη διαδρομή που έχασες ή βιαστικά προσπέρασες. Και κάπως έτσι είναι η ζωή. Να επιλέγεις τις κατάλληλες διαδρομές που βολεύουν εσένα και με ισχυρή οξυδέρκεια ν’ αλλάξεις όσα σε χαλάνε και να επιλέξεις με θράσος τη ζωή που θέλεις για εσένα.

Κι από λάθος επιλογές και λάθος διαδρομές, άλλο τίποτα. Χορτάσαμε λάθη. Κι είναι δικά μας λάθη, ολόδικά μας. Κι έγιναν ύπουλα, γιατί δε φάνηκαν εκείνη τη στιγμή πως μας επηρέαζαν. Πέρασαν οι στιγμές, πέρασε κι ο χρόνος και τώρα πλέον καταλάβαμε πού κάναμε λάθος. Αντιληφθήκαμε έστω κι αργά πού το χάσαμε τελικά. 

Στη σιωπή λοιπόν. Εκεί το χάσαμε, εκεί υπήρξαμε λίγοι. Συγγνώμη λοιπόν, συγγνώμη που δεν είχα τίποτα να σου πω εκείνη τη νύχτα. Που ένιωσα δειλία να σου πω τα πάντα, άφιλτρα κι ειλικρινά, που δεν είχα το θάρρος της καρδιάς μου και σου έκρυψα τόσα πολλά απ΄τις σκέψεις μου, για να μη φοβηθείς, για να μη φύγεις. Και τελικά και έφυγες και έμειναν όλα ανείπωτα. Κι έμεινα κι εγώ, με τις τύψεις και τις ενοχές όσων δεν είπα. Έμεινα με όσα έκρυψα για να μας σώσω, έμεινα με όσα έκρυψα και τελικά δεν έσωσα τίποτα. Και ουσιαστικά δεν έσωσα εμένα απ’ τις σκέψεις μου και το μυαλό μου.

Ήθελα χρόνο για να το καταλάβω. Τότε μου έμοιαζε σωστό. Τώρα καταλαβαίνω ότι όσα δεν έκανα τότε, δε θα τα κάνω και ποτέ. Και το «ποτέ», πλάι στο «πάντα», ανέκαθεν με τρόμαζαν. Με τρόμαζε η απολυτότητά τους. Με τρομάζει και τώρα. Ποτέ η διαδρομή δε θα συνεχιστεί απ΄ το «τότε» μας. Λυπηρό; Μπορεί. Μα εξίσου αληθές.

Γιατί το μυαλό σε παίζει. Του δίνεις σκέψεις και τις φτάνει στα άκρα. Τις αναλύει, προσθέτει κι άλλες επιπλέον, τις οδεύει στην υπερβολή. Κι αλίμονο, από μια νύχτα όλα μπορούν ν’ αλλάξουν. Μπορεί και τίποτα βέβαια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα κάναμε τώρα αυτήν τη συζήτηση. Θα ήμασταν είτε μαζί είτε χώρια -δε ξέρω. Μα θα ήμασταν σίγουροι για το αποτέλεσμα. 

Από εκείνη τη νύχτα πια, έμειναν δυο χαμένα «αν», μπόλικες τύψεις και ένα μπουκάλι κρασί, εκείνο που δεν ήπιαμε ποτέ. Άθικτο, μέσα σε ένα ντουλάπι, δεν το πίνω, το ‘χω εκεί, να μου θυμίζει τα λάθη μου, να μου θυμίζει εσένα. Άλλωστε με ποιον άλλον πέρα από σένα να το πιώ; Δε θα μπορούσα.

Αν έρθεις ένα βράδυ, θα το βρεις εκεί.

Εμένα δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα με βρίσκεις…

 

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα