Θάλασσα. Μια λέξη, χίλιες εικόνες. Τον χειμώνα γκρι κι αγριεμένη και το καλοκαίρι καταγάλανη και γαλήνια. Oι ναυτικοί, που την ξέρουν καλά, όταν μιλούν γι’ αυτήν την παρομοιάζουν με γυναίκα. Λένε ότι μπορεί ενώ είναι ήρεμη και πονετική, την άλλη στιγμή να σηκωθεί μανιασμένη και να σε καταστρέψει.
Μα τι είναι, αλήθεια, η θάλασσα; Μια τεράστια μάζα αλμυρού νερού; Μυριάδες εκατομμύρια σταγόνες και τίποτε άλλο;
Η θάλασσα είναι κάθε ξένοιαστη στιγμή του καλοκαιριού, κάθε ανάμνησή του. Είναι η αδρεναλίνη που νιώθεις όταν βουτάς στα πανύψηλα κύματά της που σκάνε στην παραλία και νομίζεις ότι μπορείς να τη δαμάσεις. Είναι η συγκίνηση απ’ την απίστευτη ομορφιά της όταν βουτάς με το κεφάλι στα καταγάλανα και δροσερά νερά, τόσο διαυγή που μπορείς να δεις τα ψάρια να κολυμπούν από κάτω.
Η θάλασσα είναι εκείνο το σιγανό μουρμουρητό που ακούς όλη τη νύχτα απ’ το παράθυρό σου, μαζί με το απαλό θρόισμα των φύλλων και σε ηρεμεί, σβήνοντας όλον τον υπόλοιπο κόσμο από γύρω σου. Μέσα στο σκοτάδι και τις γλυκές καλοκαιρινές μυρωδιές της νύχτας, το μόνο που υπάρχει είναι το κύμα που πάει κι έρχεται χτυπώντας τα χαλίκια μεταξύ τους. Είναι αυτή η αλμυρή αγκαλιά που σε δροσίζει και σε χαϊδεύει στην παραλία και σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι ένα μαζί της, όταν βουτάς και νιώθεις την απόλυτη σιωπή του βυθού και την έλλειψη της βαρύτητας.
Η θάλασσα είναι εκείνο το απίστευτο σκούρο μπλε χρώμα που βλέπεις απ’ το καράβι όταν σε ταξιδεύει προς το νησί. Το απόλυτο μπλε, γεμάτο απ’ τις σκέψεις σου, τις στιγμές που έζησες ή περιμένεις να ζήσεις με την παρέα σου στις διακοπές. Το μόνο που μπορεί να το σκίσει είναι οι αφροί απ’ την καρίνα του καραβιού κι ένα κοπάδι δελφίνια που ακολουθούν τα απόνερά του.
Η θάλασσα, όμως, είναι κι αυτή η παγωμένη μάζα νερού που αγριεύει και πετάει τα κύματά της ψηλά και καταπίνει μαύρες φουσκωτές βάρκες. Τραβάει στο βυθό όνειρα και ζωές ανθρώπων που φεύγουν αναζητώντας μια ασφάλεια και μια νέα ζωή, τόσο πολλά υποσχόμενη… Μια νέα ζωή που αρχίζει μόλις πετάξουν το σωσίβιό τους κάτω από ένα αρμυρίκι και στήνεται απ’ την αρχή μέσα σε μια σκηνή, δίπλα σε εκατοντάδες αγνώστους. Αν αρχίσει. Γιατί συχνά σβήνει μέσα σ’αυτήν την ίδια θάλασσα των βουτιών, που μετατρέπεται σ’ ένα υγρό και σκοτεινό νεκροταφείο ανώνυμων παιδικών, γυναικείων κι αντρικών πτωμάτων.
Δεν μπορείς να το παραβλέψεις αυτό το πρόσωπο της θάλασσας, ειδικά αν την έχεις δει μπροστά σου να καταπίνει έτσι αχόρταγα ζωές. Δεν μπορείς όμως να τη φοβάσαι και να τη μισείς για πάντα. Πρέπει να μάθεις να την ξαναγαπάς. Δε φταίει αυτή για την τραγωδία που εξελίσσεται μπροστά σου.
Ειδικά αν έχεις μεγαλώσει ή ζήσει σε νησί ή σε πόλη που βρέχεται από θάλασσα, δεν μπορείς να ζήσεις μακριά της. Μάλιστα, διάφορες πανεπιστημιακές μελέτες που ασχολούνται με την ποιότητα ζωής μας έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το να ζεις κοντά στη θάλασσα βελτιώνει την ψυχική σου υγεία.
Η θάλασσα, λένε, είναι ο πνεύμονας της πόλης που βρέχει, ο λόγος ύπαρξής της. Τη φωτίζει και τη δροσίζει το καλοκαίρι, γκριζάρει και βρέχεται μαζί της όλο το χειμώνα. Κι αυτοί που ζουν δίπλα της, μαθημένοι στην απεραντοσύνη του ορίζοντα και τη θαλασσινή αύρα με τη φρέσκια μυρωδιά και το ιώδιο που έρχεται κατευθείαν απ’ το ανοιχτό πέλαγος, όταν πάνε να ζήσουν σε πόλη στεριανή, μελαγχολούν. Το βλέμμα τους σκοντάφτει στα βουνά και παραπονιούνται ότι ο αέρας τους μυρίζει και τους πνίγει.
Ένα ζωντανό πλάσμα είναι η θάλασσα που κρύβει μέσα της έναν άλλον, μαγικό κόσμο. Μπορεί να σκοτώσει, μπορεί όμως και να θεραπεύσει. Μπορεί να χωρίσει, μπορεί όμως και να ενώσει. Αλλάζει όψη και διάθεση, παίρνει το χρώμα του ουρανού, χτυπάει ηπείρους και τις κάνει νησιά και λιώνει τους βράχους μέχρι να γίνουν χαλίκι κι άμμος.
Αδάμαστη και θαυμαστή δύναμη, μάνα της ζωής και πνεύμονας του πλανήτη. Κινείται, φουσκώνει κι αναστενάζει όπως εμείς. Κι αν κατά τύχη υπάρχει κανείς που δεν την αγαπάει, είναι γιατί δεν την έχει ακούσει και δεν την έχει αφήσει να του αποκαλύψει τα μυστικά που ψιθυρίζουν τα κύματά της και κρύβει ο βυθός της.
Μια πανίσχυρη και ζωογόνος δύναμη. Αυτό είναι η θάλασσα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη