Το να χάνεις ανθρώπους απ’ τη ζωή σου είναι αναπόφευκτο. Έχει συμβεί σε όλους μας κι όλοι έχουμε να θυμηθούμε πρόσωπα που κάποτε ήταν μάτια κι αγκαλιές και χαμόγελα. Όλοι έχουμε να θυμηθούμε μια οδυνηρή απώλεια κατά τη διάρκεια της ζωής μας και με τη μνήμη και την καρδιά μας προσπαθούμε να κρατήσουμε τους ανθρώπους που χάσαμε ζωντανούς και δίπλα μας, για όσο αυτό είναι δυνατόν.
Ωστόσο, υπάρχει κι άλλο ένα είδος απώλειας. Το να χάσεις από κοντά σου κάποιον που είναι ακόμα ζωντανός. Το να χάσεις έναν άνθρωπο που αγάπησες πάρα πολύ, που τον εμπιστεύτηκες και που μοιραστήκατε μαζί ανησυχίες και σκέψεις, φόβους, ελπίδες και κοσμοθεωρίες. Και δε μιλάω απαραίτητα μόνο για ερωτικό σύντροφο.
Μιλάω για φίλους, για «μέντορες» για όσους, τέλος πάντων, κέρδισαν επάξια κάποια στιγμή την τιμή να τους αποκαλείς ανθρώπους σου. Κι αυτές οι απώλειες εμένα με πονάνε πιο πολύ, κυρίως γιατί ξέρω ότι αυτός που λείπει, στην πραγματικότητα είναι εκεί, ακριβώς δίπλα.
Υπάρχει στην άλλη άκρη μιας τηλεφωνικής γραμμής, πίσω από μια οθόνη υπολογιστή, στο διπλανό βαγόνι του μετρό. Σε σκοτώνει το ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον προσεγγίσεις. Το να τον πλησιάσεις θα ήταν casus belli. Κάνεις την καρδιά σου πέτρα, γίνεσαι όσο πιο αναίσθητος μπορείς, προκειμένου να μη θυμάσαι ότι για όλη αυτή τη στρεβλή κατάσταση δε φταις καν εσύ. Εσύ απλώς πληρώνεις τη νύφη.
Αυτές οι απώλειες πονάνε πιο πολύ, γιατί αυτοί που μας λείπουν περισσότερο είναι αυτοί που αφήσαμε να φύγουν μέσα απ’ τα χέρια μας. Αυτοί στους οποίους αφιερώσαμε χρόνο και συναίσθημα, που τους ανοίξαμε την καρδιά μας. Τους βάλαμε στον κόσμο μας, εκεί που πολύ λίγοι έχουν τη δυνατότητα να μπουν. Γιατί είχαν εκείνο το μαγικό κλειδί που το ψάχναμε σε άλλα μέρη, μέχρι να ανακαλύψουμε ότι εκείνοι το κρατούσαν πάντα.
Εκείνοι μας καταλάβαιναν πριν καν μιλήσουμε. Ήξεραν ακριβώς τη φράση που θα στέγνωνε τα δάκρυά μας και πώς να μας περάσει η γκρίνια. Είχαν τον τρόπο να μας κάνουν να γελάμε τυμπανιστά και μπορούσαν να μας μαλώνουν χωρίς να μας στεναχωρούν.
Έτσι ήταν, κάθε μέρα. Σε κάθε ενθουσιασμό και σε κάθε καταστροφή. Σε κάθε σοβαρή επιτυχία και σε κάθε ηλίθιο πρόβλημα που προέκυπτε. Μέχρι που μια μέρα δεν ήταν πια κι ακόμη δεν έχεις καταλάβει ούτε πώς ούτε γιατί. Κι όταν, απ’ τη μια μέρα στην άλλη, χάνεις έτσι ξαφνικά μια καθημερινή συντροφιά, μια χρήσιμη συμβουλή, μια σίγουρη βοήθεια σε ώρα ανάγκης, μένεις μετέωρος.
Δεν έχεις από πού να πιαστείς και πού να ακουμπήσεις. Κι ενώ νιώθεις το κενό και τον πόνο της απώλειας, ταυτόχρονα ξέρεις ότι αυτός που έχασες εσύ είναι ακόμα εκεί για τους άλλους, ότι δεν έχει χαθεί. Απλώς δεν υπάρχει για σένα. Δεν πρέπει να υπάρχει για σένα.
Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Τα πιο απλά πράγματα δεν είναι πια όπως ήταν, έχασαν το χρώμα, το γέλιο, τη μουσική τους. Ένα αστείο συμβάν που δεν μπορείτε να μοιραστείτε, η μέρα που πέρασε και δεν μπορείτε να την κουτσομπολέψετε, όλα αυτά τώρα τα μοιράζεσαι μόνο με τον εαυτό σου.
Και κάπως έτσι, χωρίς άλλη επιλογή, τραβάς την πόρτα και συνεχίζεις μπροστά, σέρνοντας από πίσω σου άλλη μια απώλεια, άλλο ένα βάρος που θα δυσκολέψει την πορεία σου. Συνεχίζεις, όμως, πάντα μπροστά. Γιατί προς τα εκεί τραβάει και η ζωή σου.
Ξέρεις ήδη απ’ την εμπειρία σου ότι πρόκειται να έρθουν άλλοι να καλύψουν το κενό, χωρίς ποτέ να αντικαταστήσουν αυτόν που έφυγε, αυτόν που έχασες. Και ξέρεις πια καλά ότι αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού και μ’ αυτούς θες-δε θες θα συμμορφωθείς. Συνεχίζεις, λοιπόν. Μαθαίνεις να συνεχίζεις. Καθαρίζεις τα συντρίμμια, μαζεύεις τα κομμάτια και βγαίνεις ξανά στον δρόμο.
Πατάς γερά και ξαναχορεύεις, γιατί αυτό δεν είναι τελικά η ζωή; Ένας ατέλειωτος χορός με πιρουέτες και πισωπατήματα και πεσίματα και φιγούρες. Κι η μουσική είναι άλλοτε αργή κι άλλοτε γρήγορη.
Κάποτε λαχανιάζεις, τα πόδια αρχίζουν να πηγαίνουν μόνα τους, οι γάμπες πονάνε, η ανάσα βγαίνει κοφτά και σφυριχτά, νιώθεις τα ιδρωμένα σώματα των άλλων, ακούς το δικό τους λαχάνιασμα, σηκώνεις το βάρος του ώμου τους σ’ αυτόν τον κυκλικό χορό που τραβάει δυνατά και φεύγει μπροστά.
Όλο φεύγει και φεύγεις μαζί του. Να χορέψεις, να μη νιώθεις τις πλάκες κάτω απ’ τα πόδια σου, να πετάξεις! Να τους αφήσεις όλους πίσω να σε κοιτούν καθισμένοι γύρω-γύρω στα τραπέζια κι εσύ να τους δείχνεις πώς είναι να πετάς, να αψηφάς κάθε φυσικό νόμο και να χαίρεσαι τη ζωή σου. Μέχρι την επόμενη απώλεια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη