Σήμερα θα το φιλοσοφήσουμε λίγο. Ή μάλλον, θα το φιλοσοφήσουμε πολύ, γιατί κατευθείαν στα βαριά θα περάσω… Θάνατος. Το τέλος. Η μια στιγμή που περνάς από την ύπαρξη στην ανυπαρξία. Που ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει χωρίς εσένα. Με βάση το ερώτημα του τι γίνεται μετά το θάνατο και του πώς μαθαίνουν να συνεχίζουν αυτοί που μένουν πίσω χτίστηκαν θρησκείες και φιλοσοφικές θεωρίες.
Πολύ μελάνι έχει χυθεί, αλλά τι να σου κάνει το μελάνι μπροστά στο κενό και στον πόνο που νιώθεις εσύ απέναντι στο χαμό ενός δικού σου ανθρώπου. Τι να σου κάνει το μελάνι και οι θεωρίες μπροστά στην πιο τετελεσμένη, στην πιο απόλυτη, στην πιο μη αναστρέψιμη εμπειρία που θα βιώσεις ποτέ. Γιατί, αν είσαι από τους τυχερούς και δεν το έχεις ακόμα ζήσει, θα έρθει αργά ή γρήγορα η μέρα που θα χάσεις τους πιο κοντινούς σου απ’ όλους τους ανθρώπους. Τους γονείς σου.
Κι αυτή η μέρα θα είναι η μέρα που θα πάψεις μια για πάντα να είσαι παιδί. Γιατί ακόμα κι αν έχεις πατήσει τα λεγόμενα –άντα, ακόμα κι αν έχεις κάνει οικογένεια και παιδιά, για τους γονείς σου είσαι πάντα παιδί. Το δικό τους μικρό παιδί. Κι εσύ μπορεί να λύνεις τα προβλήματα του κόσμου, μπορεί να έχεις άσπρες τρίχες, αλλά ακόμα μπαίνεις στο πατρικό σου φωνάζοντας «Μαμά, μπαμπά, γύρισα σπίτι!».
«Μόνη μας πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια» λένε κι έχουν δίκιο αν το σκεφτείς. Αυτό που είμαστε, αυτό που γινόμαστε όταν μεγαλώνουμε βασίζεται στο μέρος απ’ όπου ξεκινήσαμε. Στο πατρικό μας σπίτι, στα παιδικά καλοκαίρια, στους παππούδες και τις γιαγιάδες, στις κατσάδες και στα οικογενειακά τραπέζια. Μα όλα γυρίζουν πίσω στους γονείς μας. Αυτοί μας έσπρωξαν να πετάξουμε από τη φωλιά αφού μας έδωσαν ό,τι μπόρεσαν. Αυτοί με την ανατροφή, τις συμβουλές και τις κατσάδες τους διαμόρφωσαν αυτό που είμαστε τώρα. Ακόμα κι αν δε μας αρέσει να το παραδεχόμαστε, κατά βάθος ξέρουμε ότι έτσι είναι.
Γι αυτό, όταν έρχεται – αναπόφευκτα – η στιγμή που καλείσαι να αποχαιρετήσεις. Όταν πρέπει να πεις το πιο οριστικό αντίο από όλα, γερνάς. Και γερνάς απότομα. Γιατί κανείς δε θα είναι πια εκεί να σε φωνάξει «παιδί μου». Γιατί τότε, όσο μεγάλος κι αν είσαι, παύεις να είσαι παιδί. Φεύγει από πάνω σου η προστατευτική φιγούρα της μάνας που δεν άφηνε μέχρι τώρα τίποτα να τη διαπεράσει και να σε πληγώσει. Και μένεις μόνος. Μόνος να αντιμετωπίσεις τον κόσμο αλλά και τον εαυτό σου.
Γιατί – κακά τα ψέματα – όσο μεγαλώνεις, τόσο περισσότερο χρειάζεσαι τους γονείς σου δίπλα σου. Όχι πια για να σου καλύπτουν τις βιοτικές σου ανάγκες όπως όταν ήσουν μικρός, αλλά για όλα τα υπόλοιπα. Γιατί, αφού κάνεις την επανάστασή σου, αφού απαρνηθείς τις ιδέες τους και τον τρόπο ζωής τους, αφού χτίσεις τη ζωή σου με βάση τα δικά σου θέλω και τα δικά σου πιστεύω, ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι έχεις έρθει στη θέση τους. Και τότε είναι που τους χρειάζεσαι δίπλα σου.
Γιατί τότε θα πας με τη δική σου θέληση να τους ρωτήσεις και να τους ζητήσεις να σε συμβουλέψουν. Θα πας με τα νερά τους, γιατί φτάσατε να βρεθείτε στην ίδια θέση. Στη στιγμή που πρέπει να χτίσεις τη ζωή σου κι αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να σου πουν πώς. Είναι οι μόνοι που μπορείς να εμπιστευτείς απολύτως για να σε καθοδηγήσουν σωστά.
Γι αυτό, όταν τους χάσεις εξαναγκάζεσαι να μεγαλώσεις και μάλιστα απότομα. Ακόμα κι αν είσαι τυχερός κι αυτό σου συμβεί σε μεγάλη ηλικία, δεν μπορεί να μην καταλάβεις καλά τα αόρατα αυτά σκοινιά που κόβονται και σε αφήνουν ξαφνικά να πλέεις ολομόναχος σ’έναν κόσμο που νόμιζες ότι γνώριζες αρκετά καλά. Αλλά ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι έχασες το ήσυχό σου λιμάνι. Για πάντα.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή