Στην ταινία «Πολίτικη κουζίνα» υπάρχει μια σκηνή, στην οποία πιάνει ξαφνικά καταρρακτώδης βροχή. Όλοι όσοι βρίσκονται στο δρόμο –και στο πλάνο– ανοίγουν αμέσως τις ομπρέλες τους για να προστατευθούν. Η οθόνη γεμίζει από δεκάδες ομπρέλες, όλες γκρίζες και σοβαρές. Εκτός από μία. Στη μέση του πλήθους ανοίγει μία κατακόκκινη. Θα μου πείτε, πού κολλάει τώρα αυτή η ταινία;
Ήμουν τόσο μικρή όταν την είχα πρωτοδεί που βλέποντας αυτή τη μοναδική κόκκινη ομπρέλα μες στη βροχή, εκείνο που είχα σκεφτεί ήταν ότι οι ομπρέλες είναι πάντα γκρι και μαύρες και δε βρίσκεις σχεδόν πουθενά κόκκινες. Το χειμώνα όλα μοιάζουν γκρι κι ομοιόμορφα, λες και θέλουμε όλοι μαζί να μιμηθούμε τη συννεφιά του καιρού. Λες κι επειδή βρέχει και νυχτώνει νωρίς, επειδή δεν ανθίζουν πια τα λουλούδια όπως την άνοιξη, ξεχνάμε κι εμείς ότι υπάρχουν κι άλλα χρώματα εκτός απ’ τις αποχρώσεις του γκρι, είτε αυτές είναι πενήντα, είτε είναι εκατόν είκοσι δύο.
Με το κρύο δεν αλλάζουμε τα ρούχα μας μόνο σε πιο χοντρά και ζεστά, αλλά και σε πιο μονότονα και μουντά. Η εικόνα της ντουλάπας ενός καθώς πρέπει, σοβαρού ατόμου που φροντίζει να μην προκαλεί με το ντύσιμό του βασίζεται στη χρωματική παλέτα του γκρι. Γκρι ανοιχτό, γκρι σκούρο, ποντικί, γκρι-μπλε, γκρι-μαύρο, άντε και μερικές αποχρώσεις του καφέ. Πού και πού εντοπίζεις να κρέμεται παράταιρο και κανένα μπεζάκι. Τα παλτά που βλέπεις στο δρόμο είναι κι αυτά στα ίδια χρώματα. Το μαύρο και το γκρίζο δίνουν και παίρνουν, λες και πενθούμε όλοι μαζί το χαμό της Περσεφόνης.
Και ποιος, παρακαλώ πολύ, είναι αυτός που είχε τα φαεινή ιδέα να εξορίσει το χρώμα απ’ τα χειμωνιάτικα υφάσματα, γιατί «δεν ταιριάζει»; Την ώρα που εμείς φαινόμαστε λες κι είμαστε σε ζωντανή φωτογραφία ασπρόμαυρου φιλμ, η χειμωνιάτικη φύση φοράει τα πιο όμορφά της χρώματα. Τα φύλλα που πέφτουν είναι ταυτόχρονα κίτρινα και πορτοκαλιά και κόκκινα και μπορντό και καφέ. Τα δάση των φυλλοβόλων μετατρέπονται σ’ έναν μαγικό κόσμο όλων των θερμών χρωμάτων. Κι όταν τα πολύχρωμα φύλλα πέσουν, πάλι αυτό που μένει δεν είναι το γκρι. Τώρα κυριαρχεί το καφέ των κορμών που ξεχωρίζουν πάνω στο φόντο του βουνού.
Μήπως στις πόλεις γκριζάρει η φύση και γίνεται ένα με το τσιμέντο; Οι νεραντζιές φορτώνουν καρπό και γίνονται σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα σε όλο το μήκος μικρών και μεγάλων δρόμων, καθώς οι πορτοκαλιές μπάλες τους ξεχωρίζουν ανάμεσα στα σκουροπράσινα φύλλα.
Για να μη μιλήσω για τα μωβ και τα λιλά κυκλάμινα που πετάγονται απ’ όπου υπάρχει λίγο χώμα και πολλή υγρασία. Κι αυτά τα χαμηλά κροκάκια με το φωτεινό πορτοκαλί; Τα αειθαλή πεύκα και κυπαρίσσια παίρνουν το πιο σκούρο πράσινο που μπορούν να πετύχουν, τα χρυσάνθεμα ανοίγουν και γεμίζουν τα μπαλκόνια κίτρινο του ήλιου και βυσσινί. Οι αμπέλωπες κοκκινίζουν κάτω απ’ το φως του χειμωνιάτικου ήλιου κι ολόκληρες προσόψεις πολυκατοικιών γίνονται απ’ το ισόγειο ως την ταράτσα μπορντό. Με τους πανσέδες δε θα ασχοληθώ καν, γιατί δε θα μπορέσω να περιγράψω τα τόσα χρώματα και τις αποχρώσεις τους που μπλέκονται όλα ταυτόχρονα σε πέντε εκατοστά πέταλο.
Και το παιδικό μου ερώτημα επανέρχεται αμείλικτο ακόμα και σήμερα. Γιατί δεν μπορώ να βρω κι εγώ μια κόκκινη ομπρέλα, όπως η κοπέλα στην ταινία που την κοίταγαν όλοι με περιέργεια; Γιατί δεν μπορώ να φορέσω χρώματα μέσα στο καταχείμωνο, χωρίς να μου σχολιάσουν ότι αυτό που φοράω είναι ανοιξιάτικο; Και, τέλος πάντων, ποια είναι αυτή η ιδεολογία που έχει βαφτίσει το χειμώνα γκρι και το έχει επιβάλει αυτό στις κάλτσες και στη διάθεσή μας;
Ακόμα κι αν το χειμώνα όταν δεν έχει συννεφιά, βρέχει κι όταν δε βρέχει, έχει συννεφιά, ακόμα κι αν νυχτώνει πριν προλάβει καλά-καλά να μεσημεριάσει, αν μη τι άλλο τα χρώματα δε λείπουν από γύρω μας. Εμείς δε θέλουμε να τα δούμε και πέφτουμε σε χρωματική κατάθλιψη. Όταν βγαίνω στο δρόμο ακόμα ψάχνω μια κόκκινη ομπρέλα ανάμεσα σε όλες τις καθώς πρέπει γκρίζες. Μια χρωματιστή χαρούμενη νότα που να δηλώνει πως εμένα δε με νοιάζει πώς θα με κοιτάξουν, δε με νοιάζει που δε με λούζει ο ήλιος, δε με νοιάζει που «δεν πάει, τέτοια εποχή».
Το χρώμα ταιριάζει παντού κι ομορφαίνει τα πάντα. Καημό το ‘χω μες στο καταχείμωνο να δω μια ντουλάπα στα χρώματα του ουράνιου τόξου κι όχι του κάθε σύννεφου που έχει κάτσει πάνω απ’ την πόλη. Βάλτε χρώματα στη χειμωνιάτικη ζωή σας! Κάνουν καλό στην ψυχολογία και βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα σε όποιον κοιτάζει περίεργα το κατακίτρινο αδιάβροχο και τις κόκκινες γαλότσες. Όχι, δεν πρέπει να είναι ουδέτερα επειδή το ημερολόγιο λέει Δεκέμβρης αντί για Απρίλης.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη