Λατρεύω το χιόνι. Κάθε φορά που χιονίζει κάνω ακριβώς όπως έκανα την πρώτη φορά που είδα το μπαλκόνι μας κάτασπρο και μου είπαν ότι δεν έχω σχολείο. Ήμουν πέντε χρονών τότε. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στα χρόνια που μεσολάβησαν. Μικρές τσιρίδες, κακό, παλαμάκια, φωνές σε όποιον περνάει σε ακτίνα εκατό μέτρων γύρω μου: «παρατήστε ό,τι κι αν κάνετε κι ελάτε να δείτε», νευρικό γέλιο. Είναι πολύ δύσκολο να ανεχτείς έναν άνθρωπο που κάθε 10 δευτερόλεπτα φωνάζει «χιονίζει!» μέχρι να βρεθεί σε σημείο που δε χιονίζει.
Χάνομαι στη μαγεία της σιωπής που πέφτει παντού όταν οι νιφάδες στροβιλίζονται πριν ακουμπήσουν αθόρυβα το χώμα και τα φύλλα των δέντρων και τα αυτοκίνητα. Κάθε φορά που χιονίζει –σοβαρό χιόνι όμως, όχι χιονόνερο κι αηδίες- έχω την αίσθηση ότι μπήκα σε έναν άλλο, μαγικό κόσμο. Έναν κόσμο που, αν και μοιάζει πολύ με τον δικό μας, βρίσκεται έξω και πάνω απ’αυτόν. Έναν κόσμο όπου όλα είναι άσπρα, αθόρυβα και ανάλαφρα. Είναι σαν να είσαι μέσα σε αυτές τις γυάλινες μπάλες που έχουν μια παραμυθένια φιγούρα στο κέντρο κι όταν τις αναποδογυρίζεις οι νιφάδες στροβιλίζονται και πέφτουν πάνω τους με τον ίδιο μαγικό κι αθόρυβο τρόπο.
Λατρεύω το χιόνι. Είμαι ικανή να μαζέψω το χιόνι απ’ τις σκεπές όλων των αυτοκινήτων στο δρόμο για να φτιάξω χιονάνθρωπο. Μπορώ να παίξω χιονοπόλεμο με γυμνά χέρια προκειμένου να μη χάσω την ευκαιρία ή και να βγω να φτιάξω αγγελάκι μες στη μέση της νύχτας για να προλάβω. Τα έχω κάνει και τα τρία. Και δεν ήμουν ούτε νήπιο, ούτε δημοτικό, ούτε γυμνάσιο όταν πετάχτηκα στο δρόμο χωρίς παλτό κι άρχισα να φωνάζω κοιτάζοντας τον ουρανό μαγεμένη με τις νιφάδες να μπαίνουν στα μάτια, τα ρουθούνια και το λαιμό μου και να με πνίγουν.
Φέτος όμως ήταν η χρονιά που χάρηκα το χιόνι λιγότερο από ποτέ. Χιόνισε στο κέντρο της Αθήνας, το έστρωσε στο μπαλκόνι μου, τα σκουπίδια κι οι ασχήμιες της πόλης κρύφτηκαν. Κι όμως, φέτος η καρδιά μου πάγωσε και το στομάχι σφίχτηκε όταν είδα το κάτασπρο τοπίο. Φέτος, όχι για πρώτη φορά, αλλά περισσότερο από ποτέ ένιωσα την ενοχή του να έχεις μια πολυτέλεια που άλλοι τη στερούνται: το ζεστό σπίτι. Και το πιο τρελό απ’ όλα είναι ότι δε θα’πρεπε να είναι πολυτέλεια.
Οι φωτογραφίες από όλα τα μέρη της Ελλάδας όπου έριξε φέτος χιόνι έρχονται από παντού. Facebook, sites κάθε είδους, τηλεόραση και δελτία ειδήσεων. Ειδυλλιακά ορεινά χωριά, κάτασπρα δάση με δρόμους απάτητους, ακόμα και παραλίες που το σεντόνι του χιονιού το λιώνει η θάλασσα. Κι απ’ την άλλη, μια ασπροκόκκινη κορδέλα που διαχωρίζει τους διαβάτες απ’ τους χώρους που παραχωρήθηκαν στους αστέγους μέσα στις στάσεις του μετρό που άνοιξαν λόγω παγωνιάς. Λεπτές πλαστικές σκηνές κάμπινγκ χιονισμένες όσο δεν πάει. Και μέσα σ’ αυτές να πρέπει να ζήσουν άνθρωποι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, άσπροι, μαύροι, ριγέ ή πουά. Μονόστηλα που ανακοινώνουν θανάτους από αναθυμιάσεις μαγκαλιών.
Ένα ρίγος διαπερνάει την πλάτη μου όσο βλέπω σκηνές ενός άλλου αιώνα να γίνονται η καθημερινότητά μας. Το στομάχι μου σφίγγεται όσο συνειδητοποιώ ότι αυτή την κατάσταση τη θεωρούμε ως το φυσιολογικό μας, το δεδομένο μας. Το να μην πεθαίνεις απ’ το κρύο, το να μη ζεις σε σκηνή επειδή έρχεσαι απ’ την απέναντι πλευρά μιας κατασκευασμένης γραμμής, το να έχεις ένα ζεστό σπίτι για να γυρνάς κάθε βράδυ, δεν είναι πολυτέλεια.
Το χιόνι είναι για να ντύνει τις γιορτές, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Για να δημιουργεί κοντούς, ψηλούς, χοντρούς, μπουνταλάδες ή όμορφους χιονάνθρωπους. Για να μπαίνει σαν χιονόμπαλα μέσα από γιακάδες και να κυλάει στην πλάτη. Αυτό είναι το μόνο ρίγος στη ραχοκοκαλιά που δέχομαι. Το χιόνι είναι για να σβήνει τους περιττούς ήχους και να κρύβει τις ασχήμιες, όχι να θάβει και να ξεπαγιάζει τους ανθρώπους.
Και να σου πω κάτι; Για κάθε άνθρωπο που για μόνη προστασία έχει ένα κομμάτι πλαστικής σκηνής ή μια γωνιά σ’ έναν πολυσύχναστο σταθμό του μετρό, για κάθε έναν από μας που διακινδυνεύει με το μαγκάλι ή που κάνει όνειρα για όσο διαρκεί ένα σπίρτο, εμείς φταίμε. Για κάθε έναν ξέχωρα και για όλους μαζί. Το χιόνι δε θα ‘πρεπε να είναι χαρά μόνο για όσους μπορούν να το αντέξουν. Δε θα’πρεπε να είναι πολυτέλεια. Δε θα’πρεπε, αλλά είναι…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη