Το ρολόι δείχνει δέκα, το youtube έχει πάρει φωτιά, η ντουλάπα μου ανοιχτή και δεκάδες ρούχα έχουν κατακλύσει το κρεβάτι μου, ενώ φλερτάρω με την ιδέα να φορέσω εκείνα τα αγαπημένα μου χρυσά σκουλαρίκια σε σχήμα ρόμβου, έτσι για το καλό, μιας που η αγάπη μου για τα κοσμήματα αγνοείται καιρό. Τουλάχιστον έχω φτιαγμένο ίσιο μαλλί -σγουρομάλλες συμπάσχετε-, σκέφτομαι καθώς προβάρω ένα μαύρο φόρεμα στον καθρέφτη.
Έντεκα παρά –μου είναι δύσκολο το ρολόι σου να κοιτάς. Και πριν αγχωθώ και κοιτάξω ξανά το δικό μου, αποφασίζω να πάω εκ του ασφαλούς. Γιατί όπως λένε, όταν δεν ξέρεις τι να βάλεις, η λύση είναι πάντα το κόκκινο και χαμογελάω ξεδιπλώνοντας εκείνη τη μακριά κόκκινη εφαρμοστή ολόσωμη φόρμα. Μποτάκι στυλ flatform -γιατί θέλω το ξημέρωμα να με βρει χορεύοντας κι όχι σ’ έναν καναπέ να παραπονιέμαι για τα πόδια μου που πονάνε.
Η ώρα δώδεκα- κι ούτε ένα τηλεφώνημα. Ή κι όχι, αφού πιάνω το κινητό μου κι έχω ήδη δύο κλήσεις. ”Καλά πότε φτάσατε; Kατεβαίνω”. Δώδεκα κι ένα- να ‘μασταν απόψε αγκαλιά. Αγκαλιά δεν είμαστε, αλλά εγώ είμαι στο αμάξι με τα άτομα της δουλειάς, που τώρα δε φοράνε τα κοστούμια τους, ούτε τις στολές τους. Δεν έχουν τα καρτελάκια τους στο πέτο κι είναι πιο γκλαμ από ποτέ. Εκείνοι, που βλέπω καθημερινά, που έχουν γίνει η προσωρινή ρουτίνα μου, που έχουμε όλοι μας τον ίδιο σκοπό. Εκείνοι που θα πούμε και κάτι παραπάνω πέρα από θέματα δουλειάς, εκείνοι που θα ρωτήσουν τι έχω όταν το πρόσωπό μου στραβώσει, εκείνοι που θα μοιραστούμε κάποιο αστείο γεγονός και θα γελάσουμε με την καρδιά μας, ή θα βρίσουμε και λιγάκι που Σάββατο δουλεύουμε ενώ άλλοι κάθονται- κι έχει και κρύο. Το ράδιο παίζει, στους δρόμους είναι μειωμένη η κίνηση, κι εγώ ζωγραφίζω στο τζάμι την ημερομηνία, όπως έκανα παιδί.
Έχει πάει η ώρα μία- και να σκέφτομαι εσένα βρέθηκα. Μα όχι, το μόνο που σκέφτομαι είναι το σε τι θέση μας έχουν βάλει, αν υπάρχει περίπτωση ν’ αλλάξουν τίποτα τελευταία στιγμή και βρεθούμε θεωρείο ή πλατεία ή σε άλλο μέρος τέλος πάντων από ότι υπολογίζαμε, τι θα πιούμε και τέλος πάντων πού είναι οι υπόλοιποι. Και καθώς μας καθοδηγούν εκεί, μες στα φώτα, τους διαχωρίζω. Εκείνη τη συνάδελφο που τρώει ελαφριά κι όλοι αναρωτιόμαστε πώς τη βγάζει. Εκείνον που υψώνει τον τόνο της φωνής του κάθε τρεις και λίγο, αλλά όταν λείπει, σου λείπει κι εσένα. Εκείνη που αποκαλείς ξινή και στριμμένη, αλλά κατά βάθος θαυμάζεις το γεγονός ότι καταφέρνει τελικά να επιβάλλεται και να περνάει το δικό της. Εκείνη τη χαμηλών τόνων, που δε σ’ αφήνει να την πλησιάσεις παραπάνω, αλλά κάνει τ’ αστειάκια της. Εκείνος που κάποια στιγμή είχες δει με άλλο μάτι. Εκείνη που έγινε φίλη και σου χαμογελάει γλυκά.
Τρεις το πρωί- το πρόσωπο σου ραγισμένο στο μυαλό μου. Τραγουδάω κάθε στίχο που ξέρω κι ενθουσιάζομαι βλέποντας και τους άλλους να ξέρουν τα τραγούδια. Το γκριντζ του γραφείου μοιάζει πιο θερμός άνθρωπος από ποτέ, οι φωτογραφίες και τα βίντεο δίνουν και παίρνουν, σώματα κουνιούνται ξέφρενα, το μάτι μου παίρνει είδηση μια λάιβ μετάδοση από κάποιον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -κρύψτε με-, τα ποτήρια μας ψηλά και το ουίσκι ανεπαρκές. «Μήπως να γράψεις ένα άρθρο και γι’ αυτό;’», μου λέει εκείνος γελώντας. «Μου δίνεις ιδέες», λέω και παράλληλα σημειώνω κάτι στο κινητό, με βλέμμα “περίμενε και θα δεις”.
Για μια στιγμή ο χρόνος παγώνει. Ρίχνω μια ματιά στη σκηνή και στον αγαπημένο αυτό καλλιτέχνη, και μετά επιστρέφω το βλέμμα μου σ’ εκείνους. Άνθρωποι που το μόνο κοινό είναι ένας σκοπός -εργασία- κι ένας χώρος. Άνθρωποι διαφορετικοί, που δε μιλιούνται καν αν τους κοιτάξεις, ή που έχουν αναπτύξει μια όμορφη συμπάθεια κι άλλοι που αντιπαθιούνται και δεν τους νοιάζει να το δείξουν. Άνθρωποι που όμως μπορούν να βρεθούν και να διασκεδάσουν όλοι μαζί, κι ίσως να έχουν περισσότερα κοινά τελικά απ’ όσα νομίζουν. Και τελικά, ποιος βάζει όρια στις σχέσεις μεταξύ συναδέλφων πέρα από τους ίδιους μας τους εαυτούς;
Τέσσερις πήγε- μoυ είπαν πάλι φύγε, φύγε από το μαγαζί. Τους κοιτάω καθώς πλησιάζουν προς την πόρτα και τώρα ετοιμάζομαι κι εγώ, κι ας θεωρείται νωρίς ίσως. Μια βραδιά στα μπουζούκια τελείωσε και κάποιες σχέσεις ξεκινούν από την αρχή. Αύριο στη δουλειά, θα κουτουλάμε παρέα, αλλά χαλάλι. Άλλωστε, η νύχτα ξέρει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου