Χωρίζετε, σταματάτε να μιλάτε, κόβετε, απομακρύνεστε, τέλος πάντων, λήγει η μεταξύ σας φάση. Δε σε πολυνοιάζει λες, το ‘χεις ήδη ψιλοξεχάσει το πρόσωπο, δε σε ψήνει πια να προσπαθήσεις ξανά, δεν καίγεσαι κι ιδιαίτερα, βρε αδερφέ. Επιμένεις ότι δεν τον σκέφτεσαι, ούτε ταράζεσαι στην ιδέα του να δεις μήνυμα του άλλου στην οθόνη σου. Life is a bitch όμως, και σε δοκιμάζει, και μετά άντε και ξαναπές στους άλλους μα κυρίως στον καθρέφτη σου πως δε σε νοιάζει.
Έρχεται η στιγμή, λοιπόν, –που μην κοροϊδευόμαστε, το ήξερες πως θα ερχόταν– που το παλιό αμόρε κυκλοφορεί με καινούριο μπροστά στα μάτια σου. Και νιώθεις μια ενόχληση που ίσως δεν περίμενες κι ούτε θα ‘πρεπε να νιώθεις κανονικά, εφόσον εσύ ήσουν αυτός που έλεγες ότι δεν ενδιαφέρεται πια. Δε χρειάζονται και πολλά, λίγο (πιθανότατα καταπιεσμένο) συναίσθημα που ξέμεινε, απωθημένα, στιγμές που δε ζήσατε και πράγματα που δεν κάνατε, αρκούν για να σε κάνουν να πάρεις ανάποδες και να νιώσεις αυτό το τσούξιμο που ορθότατα βαφτίσαμε «ζήλια». Και κάπου εκεί, βλέπεις απέναντι τη σκιά σου να σου γελάει περιπαιχτικά και να σου φωνάζει «Τι έλεγες; Ποιος δεν έδινε δεκάρα;».
Κατά τη διάρκεια της εν λόγω σχέσης σου με αυτόν τον άνθρωπο έφτιαξες έναν ιδανικό κόσμο στο μυαλό σου όπου ήσουν το επίκεντρο στη ζωή του άλλου και δεν μπορείς να δεχτείς ότι εκείνος προχώρησε, ότι ξεπέρασε το μεταξύ σας σε τόσο σύντομο διάστημα (κι ας μην είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερα σύντομο, υποκειμενικά είναι όλα αυτά), ότι βγαίνει με κάποιον άλλο κι ότι, όντως, καρφάκι δεν του καίγεσαι για την αφεντιά σου.
Τσούζει, γνώριμη αίσθηση. Σε τσουρουφλίζει το να βλέπεις εκείνον τον κάποιο που είχες προλάβει να καταχωρήσεις για «άνθρωπό σου» (ή έστω καψούρα σου), που είχες συνηθίσει να μιλάτε με τις ώρες για δικά σας πράγματα, που χτυπούσε ειδοποίηση στο κινητό κι ευχόσουν να ‘ναι εκείνος, που τον έβλεπες κι ένιωθες να φλέγεται όλο σου το σώμα, να ζει τον έρωτα τώρα με κάποιον άλλον άνθρωπο. Ξαφνικά η ιδέα αυτή τρυπώνει σαν σίφουνας στο κεφάλι σου και σου δημιουργεί μια θύελλα παραπόνου, πικρίας, θυμού κι ίσως αυτομαστιγώματος.
Κι οι υποθέσεις δίνουν και παίρνουν. Τόσο λίγο άξιζε η σχέση σας, λες, ή απλά στάθηκε τυχερός και βρήκε τόσο γρήγορα κάτι καινούριο; Μήπως είναι αναίσθητος ο άλλος και μετά από ‘σένα έχασε το γούστο του και τα κριτήριά του; «Ό,τι κάτσει» φάση; Μήπως απλώς αναζητά απεγνωσμένα επιβεβαίωση ή το κάνει όλο αυτό για να σε πικάρει; Βολεύτηκε με ό,τι βρήκε, αφού δεν μπορεί να ‘χει εσένα, μπας και πνίξει έτσι τον καημό;
Η ζήλια, όμως, που αισθανόμαστε σε τέτοιες περιπτώσεις δε δηλώνει πάντα το καθαρό ενδιαφέρον μας προς τον άλλον, που αρνιόμασταν να παραδεχτούμε ή το είχαμε θάψει. Πολλές φορές προέρχεται απ’ τον εγωισμό μας, που παίζει ύπουλα παιχνίδια στο μυαλό και μας μπερδεύει. Θες να μου πεις ότι τόσο καιρό ήσουν εντάξει και τώρα που είδες το παρελθόν με άλλο αμόρε κατάλαβες ξαφνικά ότι δεν το είχες ξεπεράσει; Αυτό το «Δεν εκτιμάμε κάτι όταν το έχουμε, αλλά όταν το χάνουμε.» είναι λογικά η φράση σου; Σαχλαμάρες. Εγωισμός λέγεται και σου χτυπάει την πόρτα, μην του ανοίξεις!
Ο χρόνος διαχωρίζει το «λίγο» απ’ το «πολύ» και τη ζήλια λόγω πραγματικού ενδιαφέροντος απ’ τον εγωισμό. Δηλαδή, εκεί που νομίζεις ότι πεθαίνεις από έρωτα, ο χρόνος μπορεί να αποδείξει ότι όλο αυτό το δράμα ήταν απλώς επειδή θίχτηκε ο εγωισμός σου, επειδή μπήκες στη διαδικασία να σε συγκρίνεις με κάποιον άλλο κι αισθάνθηκες ξαφνικά ανεπαρκής. Κι αντίστροφα όμως. Εκεί που πίστευες ότι δε σε νοιάζει, ότι έχεις προχωρήσει, να χρειαστεί ένα τέτοιο ερέθισμα να σου ξυπνήσει τη ζήλια για να παραδεχτείς πως πραγματικά θες αυτόν τον άνθρωπο. Κάποτε η ζήλια μπορεί να γκρεμίσει εγωισμούς αντί να τους ανυψώσει. Συμβαίνουν κι αυτά.
Ήταν μέχρι να σε δω αλλού για να αρχίσω να σε σκέφτομαι ξανά. Αλλά, ξέρω και ξέρεις, ο χρόνος θα μου δείξει τι νιώθω τελικά. Τικ τοκ…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη