Οι ερωτικές σχέσεις που τόσο μας απασχολούν και μας προβληματίζουν έχουν αρχή και κάποιες απ’ αυτές και τέλος -προσωρινό ή μόνιμο, ο χρόνος θα δείξει. Άλλωστε ο χωρισμός είναι μια μορφή απώλειας, αφού πρόκειται για ένα είδος «αποχωρισμού».
Λόγοι για χωρισμό υπάρχουν πολλοί. Μπορεί ο ένας απ’ τους δύο συντρόφους να βαρεθεί ή να χάσει το ερωτικό του ενδιαφέρον προς τον άλλον. Μπορεί ακόμη και να τον ενδιαφέρει κάποιο άλλο πρόσωπο. Η φθορά μιας σχέσης στο χρόνο μπορεί επίσης να οδηγήσει σε χωρισμό. Ίσως κάποιες φορές να υπάρξει και απιστία ή άλλες απλώς ασυμφωνία χαρακτήρων, να μη συμβαδίζουν, δηλαδή, οι απόψεις και οι επιθυμίες σας.
Υπάρχουν αρκετά είδη χωρισμών ανάλογα με τον τρόπο που γίνονται. Υπάρχει ο χωρισμός πρόσωπο με πρόσωπο, ο χωρισμός από μηνύματα ή ακόμα κι εκείνος χωρίς λόγια και εξηγήσεις που απλώς εξαφανίζεσαι και τα ίχνη σου αγνοούνται. Αυτός είναι, λοιπόν, ο αυτονόητος χωρισμός, με την έννοια ότι δεν ειπώθηκε ποτέ, ότι απλώς υπονοήθηκε. Δεν ξέρεις πότε ακριβώς χώρισες, απλώς χώρισες, χαθήκατε. Δύο άνθρωποι που δεν είχαν τα κότσια να το λήξουν κι άφησαν τις σιωπές τους να μιλήσουν αντί για τις λέξεις. Μια πρόταση που η τελεία θεωρήθηκε περιττή.
Κάποια «αντίο» ειπώθηκαν άμεσα, κάποια άργησαν λίγο και άλλα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Κι αν με ρωτήσεις ποιος είναι ο πιο σωστός τρόπος να χωρίσεις, θα σου πω σίγουρα face to face. Ξεκαθαρίζεις με τον άλλον, του λες στα μούτρα αυτό που νιώθεις και αυτό που πιστεύεις ότι πρέπει να γίνει. Το αν θα αφήσεις περιθώρια για επανασύνδεση είναι άλλο θέμα. Τώρα ο χωρισμός μέσω μηνύματος προτιμάται όταν δεν έχεις όρεξη να συναντήσεις τον άλλον από κοντά και θες να τελειώνεις πιο γρήγορα, όταν πιστεύεις ότι μπορεί να προσπαθήσει να σε μεταπείσει με τα λόγια του και δε θες να μπεις σε αυτή τη διαδικασία ή όταν μπορεί να σε επηρεάσει άσχημα συναισθηματικά και θες να το αποφύγεις. Όσο για το χωρισμό-εξαφάνιση, ίσως τελικά να ‘ναι ο πιο δύσκολος. Το να χαθείς δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν μπορείς να χειριστείς την κατάσταση, ότι είσαι δειλός για να την αντιμετωπίσεις ή ευθυνόφοβος.
Το τέλος που δεν ειπώθηκε ποτέ μοιάζει με ανοιχτό λογαριασμό, που όλο και αυξάνεται επειδή τον έχεις αφήσει απλήρωτο. Τροφοδοτεί τις πληγές και τις ελπίδες -αν όχι και των δυο, τις δικές σου ή του άλλου-, αφήνει περιθώριο για πιθανή επανασύνδεση. Θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με το φαινόμενο ghosting, με τη διαφορά ότι σε αυτό εξαφανίζεσαι εντελώς από τη ζωή του άλλου.
Ένα μέρος του εαυτού σου πάντα θα σκέφτεται τι θα γινόταν αν έκανες εκείνο το βήμα και ρωτούσες τι συνέβη, αν επέμενες λίγο παραπάνω, αν είχες το θάρρος να δώσεις πρώτος εσύ ένα τέλος. Όλα τα «αν» του κόσμου όμως παραμένουν υποθέσεις κι εσύ καλό είναι να τα παραμερίσεις και να ασχοληθείς με την πραγματικότητα. Εξάλλου, κανείς δεν κέρδισε κάτι σκεπτόμενος τι θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, παρά μόνο έχασε. Τι έχασε; Χρόνο και καλή ψυχολογία.
Μερικές φορές όμως, το «αντίο» μοιάζει τόσο ψυχοφθόρο και ακόμα και η ιδέα του σε τρομάζει. Μπορεί να θες απλώς λίγο χρόνο και για να μην μπεις στη διαδικασία να το εξηγήσεις και να προκύψει ένας οριστικός χωρισμός, να προτιμήσεις τη σιωπή και να αφήσεις το χωρισμό να αιωρείται, απλώς γιατί για σένα μπορεί να ‘ναι και κάτι προσωρινό. Μην περιμένεις όμως να σε δεχτεί ο άλλος πίσω με ανοιχτές αγκάλες μετά την απομάκρυνσή σου.
Όπως και να έχει, τις περισσότερες φορές που το «αντίο» δε λέγεται, είναι γιατί τα εμπλεκόμενα άτομα δε νιώθουν έτοιμα να το πουν. Κι όλο αυτό απλώς θα γυρίζει στο κεφάλι τους σαν άδικη κατάρα, σαν μαύρο σύννεφο, ή θα ξεπεραστεί κάπως με τον επόμενο, μέχρι -ποιος ξέρει;- να προκύψει μια τυχαία συνάντηση.
Και στην τελική, ένα «αντίο» σημαίνει «θα τα πούμε». Σε κάποιο σταυροδρόμι, σε κάποιο όνειρο, σε κάποιο τραγούδι, σε κάποια άλλη ζωή. Θα τα πούμε όταν θα μπορέσουμε να το ξεστομίσουμε πραγματικά.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.