Και να ‘μαι πάλι, στη γνωστή μου γωνιά, δίπλα στο χριστουγεννιάτικα στολισμένο μας τζάκι, στα ζεστά. Κι όσο τα κάστανα παίρνουν χρώμα κι η μυρωδιά τους γεμίζει τον χώρο και θυμίζει Χριστούγεννα πιο πολύ από ποτέ, το μάτι μου πέφτει στο λευκά για φέτος, στολισμένο δέντρο, στην όμορφη φάτνη που κρατάω σταθερά σαν πολύτιμο δώρο των δικών μου αλλά και τα γιορτινά στολίδια -κάτι δε μου αρέσει πάλι-, που φαίνονται όλα ίδια και λαμπερά.
Καθώς πάω ν’ αλλάξω θέση σ’ ένα στολίδι, σπρώχνω κατά λάθος μια κορνίζα κι οριακά την προλαβαίνω πριν πέσει. Την παρατηρώ και δεν ξέρω αν είναι καλύτερα που δεν έσπασε τελικά. Εγώ κι εσύ, σε μια από αυτές τις σπάνιες φορές που αποφασίσαμε να βγούμε μαζί μια φωτογραφία, καθώς ποτέ δεν ήσουν φαν. Εγώ έχω πάρει κανονική πόζα και χαμογελάω μ’ αυτό το χαζό χαμόγελο, έτοιμο για διαφήμιση γνωστής οδοντόκρεμας όπως μου έλεγες, ενώ εσύ με κρατάς αγκαλιά και σκας ένα μου τάχα χαμόγελο λέγοντας ”πότε τελειώνει αυτό;”.
Λοιπόν, τελείωσε. Όπως όλα τα ωραία που κάποτε τελειώνουν. Κι έμεινα εγώ μέσα σ’ αυτό το σπίτι, μόνη, να κοιτάζω τους τοίχους τα βράδια και να πίνω κρασί, παρέα με τη μουσική μου και το πιάνο μου, ν’ αναρωτιέμαι αν άραγε θα έπαιρνα ποτέ τη συγγνώμη που θεωρώ πως άξιζα από σένα. Την περίμενα μήνες, ξέρεις, πιστεύοντας ότι θα με κάνει να νιώσω καλύτερα, ότι υπήρξα και λίγο σημαντικός για σένα άνθρωπος κι ότι δεν τα έβγαλα όλα από το μυαλό μου. Είχα φτάσει σε σημείο να εξαρτάται όλη μου η ψυχολογία από μια λέξη και δε με άφηνε ν’ αποδεχτώ την κατάσταση, να πάω παρακάτω.
”Και τι θ’ αλλάξει μια συγγνώμη;”, μου έλεγαν. Θα πάρει πίσω τον πόνο; Tις στιγμές που ήθελες να είσαι χαρούμενος, αλλά αντ’ αυτού εσύ κυλιόσουν σ’ ένα μαξιλάρι μιζέριας; Θα σε κάνει να κοιτάξεις διαφορετικά αυτόν τον άνθρωπο; Θα σε κάνει να προχωρήσεις πιο γρήγορα; Ήλπιζα στο τελευταίο.
Άλλωστε, έχω πει κι έχω λάβει συγγνώμες. Έμαθα να τις ξεχωρίζω. Έμαθα εκείνες που λέγονται απλώς για να τις πεις, χωρίς να έχεις μετανιώσει απαραίτητα πραγματικά. Άκουσα κι εκτίμησα εκείνες τις όμορφες, τις αληθινές, τις γεμάτες συναίσθημα. Κι έζησα κι εκείνες που δεν ειπώθηκαν ακριβώς, αλλά φάνηκε η μεταμέλεια στην πράξη. Δύο ειδών άνθρωποι, μου λέγανε, δε θα σου πουν ποτέ συγγνώμη. Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν το λάθος τους κι οι δειλοί.
Κατηγόρησα πολλές φορές τον εαυτό μου, ξέρεις, που πίστευα ότι όταν κάποιος φεύγει, πρέπει τουλάχιστον να δηλώνει γιατί. Τον κατηγόρησα που δεν μπορούσε ν’ αποδεχτεί ότι δε σκεφτόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Τον κατηγόρησα όταν έφυγες. Του έλεγα ότι ίσως είχα κάνει κάτι λάθος.
Μέχρι που έπαψα να ελπίζω σ’ αυτήν τη συγγνώμη μια μέρα. Μέχρι που χάθηκα, μέχρι που δεν ακουγόταν πουθενά γύρω μου το όνομά σου, μέχρι που φρόντισα εγώ να το εξαφανίσω από παντού -ίσως να έμεινε μόνο αυτή η κορνίζα-. Μέχρι που οι φίλοι σταμάτησαν να ρωτούν για σένα, μέχρι που οι συνήθειές μου άλλαξαν, τα πράγματα καλυτέρευσαν σε όλους τους τομείς, τα αναπάντητά μου ”γιατί” μετατράπηκαν σε ”απλώς δεν ήταν για σένα” και μου πήραν κάπως τον πόνο. Μέχρι που πίστεψα ότι δε χρειαζόμουν καμία συγγνώμη για να μου αποδείξει ότι εγώ αρκώ για μένα.
Koίταξα ξανά την κορνίζα- χαμογέλασα προς στιγμήν. Κι ύστερα, την έχωσα σ’ ένα συρτάρι. Σ’ εκείνο που ό,τι μπαίνει ξεχνιέται.
Η συγγνώμη όταν δε λέγεται στην ώρα της, χάνει την αξία της.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου