Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι θα σε αντίκριζα ξανά εκεί. Ήταν κάτι σαν σιωπηλή συμφωνία. Και ναι, σε βλέπω πάλι. Στο γνωστό μας στέκι.
Με κοιτάς από πάνω μέχρι κάτω, να δεις μήπως έχει αλλάξει κάτι και μου χαμογελάς. Πλησιάζεις πάντα με αυτό το σαρκαστικό περήφανο χαμόγελο και με χαιρετάς. Τρέμω. Το άγγιγμά σου με ταξιδεύει λίγους μήνες πριν, σε κάτι τρυφερά φιλιά στα σκαλάκια του σπιτιού μου, αλλά και στο παλιό μας στέκι, εκεί που γνωριστήκαμε. Στο σπίτι σου, στον καναπέ σου, στην αγκαλιά σου για ένα ολόκληρο βράδυ. Δεν είχα κοιμηθεί τότε. Περίμενα να ξυπνήσεις και να φύγεις και μετά μπόρεσα να ησυχάσω. Το ήξερα πως θα τελειώσει και δεν ήθελα να χάσω στιγμή.
Με αγκαλιάζεις. Πώς μπορείς να με σφίγγεις έτσι; Η αγκαλιά σου ξυπνάει πάλι αναμνήσεις. Θυμάμαι εκείνο το πρώτο βράδυ, που γυρνούσα και ψιθύριζα στην κολλητή μου «Καλά, με ξέρει κι από χτες και με αγκαλιάζει έτσι;». Γιατί μια αγκαλιά σημαίνει πολλά, έλεγα πάντα. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς έτσι απλά και χαρίζεις μία από αυτές τις αγκαλιές σου στον καθένα. Πεθαίνω μέσα στην αγκαλιά σου.
Με σφίγγεις τόσο και νιώθω αυτή την ασφάλεια ξανά μέσα της. Μέσα σου. Ο χρόνος σταματάει και δεν υπάρχει κανείς τριγύρω. Μου μιλάς. «Πώς περνάς;», με ρωτάς. Πώς να περνάω μακριά σου; «Πολύ καλά», απαντάω και προσπαθώ να σου κρυφτώ. Δεν ξέρω αν με πιστεύεις, αλλά τουλάχιστον προσπαθώ.
Μου μιλάς για τα δικά σου και μου λες ότι θα ξανάρθεις. Θα ξανάρθεις; Μην αργείς, σε παρακαλώ. Ξαναέρχεσαι. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει. Μου χαμογελάς πάλι και με αγκαλιάζεις. Πώς το κάνεις αυτό; Με ρωτάς «πώς κι από εδώ;». Μα τι έπαθες; Φυσικά και θα ερχόμουν κάποια στιγμή. Ήταν το event μας αυτό.
«Μου έλειψες», ψιθυρίζω, αλλά δεν το ακούς ποτέ, γιατί το λέω από μέσα μου. Πότε θα πάμε να ακούσουμε live τον αγαπημένο σου τραγουδιστή; Κάποτε μου έλεγες ότι θα μου μάθεις τα τραγούδια του και σε κορόιδευα. Τελικά κατέληξα να τον ακούω περισσότερο κι από σένα. Και κάθε φορά που παίζει τραγούδι του, σε θυμάμαι.
Λείπεις, θέλω να σου πω. Πάντα λείπεις. Γιατί έφυγες; Γιατί με αγκαλιάζεις έτσι; Νιώθω τόσα σε αυτή την αγκαλιά. Γιατί με κοροϊδεύεις; Φεύγεις, ξανάρχεσαι. Ποτέ δε μου άρεσαν τα πήγαινε-έλα. Ο φίλος σου βάζει το μπουφάν του. Ήρθε η ώρα να φύγετε. Με αγκαλιάζεις ξανά. Μου δίνεις ένα φιλί στο μάγουλο.
«Από τώρα;», σου λέω. Η ώρα είναι 5 παρά. «Ναι», μου λες, «Πρέπει να φύγουμε». Με αγκαλιάζεις ξανά. Γαμώτο. Είσαι μπροστά μου. Ακούω την ανάσα σου. Βλέπω τα χείλη σου σε απόσταση αναπνοής απ’ τα δικά μου. Χριστέ μου, δεν αντέχω. Πλησιάζεις. Με φιλάς στην άκρη των χειλιών πολύ αργά. Γαμώτο, τι κάνει;
«Μη φύγεις έτσι», σου λέω. Μονομιάς, γυρνάς και με αρπάζεις. Νιώθω πάλι αυτή τη γνώριμη γεύση. Τα χείλη σου στα χείλη μου κι ο κόσμος γύρω δεν υπάρχει. Δε σκέφτομαι. Το μόνο που θέλω είναι να μη σταματήσει η στιγμή και να μου πεις να φύγουμε μαζί. Δεν το κάνεις, όμως. Κι εγώ δε στο είπα ποτέ.
Έφυγες. Άλλη μία αγκαλιά –από εκείνες τις σφιχτές– κι έφυγες. Σε παρατηρούσα καθώς πλησίαζες στην πόρτα κι έσπαγε η καρδιά μου σε κομμάτια. Έφυγες. Και τώρα, να ‘σαι πάλι. Σε βλέπω εκεί. Στην πόρτα, να μπαίνεις μέσα και να μου χαμογελάς. Σου χαμογελάω κι εγώ.
Με μία ελπίδα αυτή τη φορά.
Να μείνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη