Και καθώς το φως του ήλιου για μια ακόμα φορά με ξυπνάει- αφού ξέχασα πάλι να κλείσω τα παντζούρια-, το στομάχι μου το νιώθω ακόμη κόμπο από το προηγούμενο βράδυ, το κεφάλι είναι σε μια φάση που πονάει από τις σκέψεις, προσπαθώ να πάρω την απόφαση να βγω από την κουβέρτα και να ξεκινήσω να ετοιμάζομαι για τη δουλειά.
Το προηγούμενο βράδυ, ξέρεις, μπήκα σε σκέψεις να σου στείλω μήνυμα. Ήταν η μέρα αυτή, που το κινητό δεν ξεκολλούσε από τα χέρια μου κι από το προφίλ σου, ενώ η ψυχολογία μου είχε τα ups και τα downs της. Η μέρα που όμορφες ευχές κατέκλυζαν τα σόσιάλ σου, ενώ στα δικά μου επικρατούσαν αυτές οι συζητήσεις με τους κολλητούς στις οποίες εγώ προσπαθούσα να αντλήσω κάτι σαν έγκριση από εκείνους, για να σου στείλω μια ευχή. Αλλά μάντεψε. Οι απαντήσεις, κι ας μην ήταν ξεκάθαρα αρνητικές, έτειναν προς τα εκεί· έχεις πάντα τους φίλους που θα σου πουν να κάνεις ό,τι νιώθεις, αλλά εννοούν να μην το κάνεις, υπήρχαν όμως κι εκείνοι που πήραν τηλέφωνο να βεβαιωθούν πως δεν τρελάθηκα ακόμη, όπως είπαν. Κανείς δεν είπε πως ήταν καλή ιδέα. Γιατί δεν ήταν.
Πόσοι άραγε να είμαστε που κάποια στιγμή σκεφτήκαμε να στείλουμε αυτό το ρημάδι το μήνυμα, αλλά δεν το κάναμε; Πόσοι είπαμε στον εαυτό μας ότι εντάξει, είναι ανθρώπινο να στείλεις μια ευχή, αλλά στο βάθος ξέραμε ότι δεν ήταν μόνο αυτό που πραγματικά θέλαμε από τον άλλο; Και πόσοι αμφιταλαντευτήκαμε ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω, ανάμεσα στη λογική και τα συναισθήματα; Τι είναι πραγματικά σωστό για τον εαυτό μας, τελικά; Και τι έγινε όταν αποφασίσαμε να μην πατήσουμε το κουμπάκι της αποστολής; Νιώσαμε δειλοί; Κρίναμε μήπως ότι κάναμε λάθος, ίσως να φοβηθήκαμε μη το μετανιώσουμε αργότερα, ότι δε θα έχουμε άλλη ευκαιρία να ξανάρθουμε σε επικοινωνία μ’ αυτόν τον άνθρωπο; Γεμίσαμε από συναισθήματα στενοχώριας και τύψεων, μην τυχόν ο άλλος παρεξηγηθεί κιόλας;
Η αλήθεια είναι, ότι είσαι πιο δυνατός, αν δεν το έστειλες το μήνυμα εκείνο το βράδυ. Είσαι δυνατός γιατί έμεινες στην απόφασή σου, ότι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, για διάφορους λόγους, δεν πρέπει να είναι στη ζωή σου κι ας σε πιάνει το παράπονο καμιά φορά. Είσαι πιο δυνατός, γιατί δεν άφησες να σε παρασύρουν τα συναισθήματα κι έβαλες και λίγο τη λογική μπροστά. Θυμήθηκες ότι έχεις και λίγο εγωισμό, θυμήθηκες τυχόν κακές στιγμές, έφερες ξανά στο μυαλό σου όσα σε πλήγωσαν, σε απογοήτευσαν. Προστάτευσες τον εαυτό σου από το να νιώσει μια απόρριψη που ίσως είχες ξανανιώσει στο παρελθόν, από τη διαδικασία αναμονής ενός μηνύματος, από προσδοκίες για κάτι παραπάνω.
Η αλήθεια είναι, άλλωστε, ότι μια απλή ευχή δε θα μου αρκούσε. Ήθελα να πω πολλά περισσότερα. Ήθελα να ευχηθώ για μια προαγωγή στη δουλειά, ένα πτυχίο, ένα μεταπτυχιακό. Ήθελα να ευχηθώ για υγεία, που είναι το σημαντικότερο. Ήθελα να σου ευχηθώ να ξεπεράσεις ό,τι προηγούμενα κατάλοιπα σου άφησαν τυχόν πρώην και να μπορέσεις να δοθείς πραγματικά σ’ έναν άνθρωπο, χωρίς να βάζεις όρια στον εαυτό σου, αλλά και σ’ εκείνον. Ήθελα να ευχηθώ να έχεις και λίγο θάρρος, να μιλάς, να είσαι ειλικρινής, τόσο με τον εαυτό σου, όσο και με τους άλλους, για τα δικά σου θέλω. Ήθελα να ευχηθώ να προσέχεις στον δρόμο, γιατί τώρα ξέρω κι εγώ λίγο παραπάνω, πόσο επικίνδυνος είναι. Αμφιταλαντεύτηκα πολύ, να ξέρεις. Για αυτό, στα εύχομαι μόνο μέσα από ‘δώ.
Και δεν το μετανιώνω, τελικά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου