Το παράθυρό σου φαίνεται μισάνοιχτο, ένα γνωστό νιαούρισμα ηχεί σαν μελωδία στ’ αυτιά μου, η απλώστρα στο μπαλκόνι λιάζεται και στο τραπέζι παρατηρώ ένα ποτήρι πιθανώς με καφέ, μ’ ένα πιάτο πρωινού να σε περιμένει. Κι εγώ, κοντοστέκομαι έξω από το σπίτι σου, ξάγρυπνη, σαν ζόμπι, συνοδευόμενη από μαύρους κύκλους, με πιτζάμες μέσα από το μπεζ φουσκωτό μπουφάν μου, εντελώς χωμένη μέσα στις σκέψεις μου.
Καλό και κακό πράγμα ο φόβος, ταυτόχρονα. Λογικό να φοβάμαι να πλησιάσω στην άκρη της ταράτσας -ο φόβος εδώ με προστατεύει- κι όχι, δε με κάνει γενναίο, ούτε θαρραλέο, το να κινδυνεύσω να πέσω κάτω. Λογικό να φοβάμαι ν’ αντιγράψω -λέμε τώρα- σ’ ένα διαγώνισμα, ή να κάνω κάτι που θεωρώ -ή είναι- παράνομο, γιατί γνωρίζω πως κάτι δεν είναι ηθικό ή υπάρχει μια ποινή γι’ αυτό. Μιας κι είναι θέμα σχετικά προσωπικό, οι άνθρωποι πάντα θα πιστεύουν πως άλλοι φόβοι είναι λογικοί, άλλους δεν μπορούν να τους καταλάβουν κι ούτε θα μπορέσουν ποτέ, και γι’ άλλους ούτε που τους περνάει από το μυαλό ότι μπορούν να βιώσουν.
Υπάρχει κι αυτός ο φόβος ο πιο βαθύς, ο φόβος της ελεύθερης έκφρασης. Και μη μου πεις δημοκρατία έχουμε και τα σχετικά, ξέρεις ότι δεν εννοώ αυτό. Μιλάω για την έκφραση των συναισθημάτων, σε ερωτικό επίπεδο συγκεκριμένα. Δε χρειάζεται να γνωρίζεις από ψυχολογία για να ξέρεις ότι όταν δεν εκφράζεσαι όπως θες για μεγάλο χρονικό διάστημα -όπως το ορίζεις εσύ-, τα συναισθήματα γιγαντώνονται μέσα σου και θα βρουν τρόπο να εκδηλωθούν κάποια στιγμή, με τρόπο όχι και τόσο ευχάριστο ή αναίμακτο.
Από την άλλη, το λες και ήττα να σου συμβαίνει κατά μόνας, το να ξεπερνάς τον εαυτό σου για κάποιον που δεν κάνει το ίδιο για σένα. Είναι μια απογοήτευση, δεν είναι; Να πρέπει εσύ να φέρεις τον άνθρωπο που θεωρείς σημαντικό για σένα σ’ ένα σημείο να εκφραστεί, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος από μόνος του, να προσπαθείς να μαντέψεις τι φοβάται και τι νιώθει. Να πιέζεις χωρίς να ξέρεις για πιο πράγμα πιέζεις, να αισθάνεσαι τύψεις που θέλεις απαντήσεις κι ας είναι να σε τσακίσουν. Να οδεύεις προς τον γκρεμό γιατί δε θέλεις να μείνεις άλλο ακίνητος.
Κι εσύ έπαθες αυτό που παθαίνουν όλοι. Φοβήθηκες να εκφράσεις αυτό που ένιωθες κι ας μην ήξερες τι ακριβώς ήταν. Κι εγώ, μέσα στο μπουφάν μου, χωρίς να νιώθω πια τα πόδια μου από το κρύο, γιατί σκέφτομαι και κάνω ακόμα ένα βήμα προς την πόρτα σου; Για ποια απογοήτευση να σου μιλήσω και με τι μούτρα, όταν ξέρω ότι και σε μένα συνέβη το ίδιο; Ξέρεις κι εγώ φοβόμουν και δεν ξέρω αν αυτό είναι παρηγορητικό για σένα ή για μένα. Κι ας μην κρύβεται η παραμικρή μου αντίδραση: το φρύδι μέχρι το Θεό, τα μούτρα μέχρι το πάτωμα, το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Κι ας το παίζω σκληρός μάγκας όταν ασκώ κριτική σε κάτι με το οποίο διαφωνώ. Τίποτα απ’ αυτά δε σημαίνει πως δεν πιέζομαι για να μν φανούν όσα δε θέλω. Τίποτα απ’ αυτά δε σημαίνει πως κι εγώ δεν έχω τους φόβους μου και τις παραξενιές μου, πως κι εγώ δεν ξέρω αν θέλω να μοιραστώ τη σκέψη μου μαζί σου.
Φοβηθήκαμε. Φοβηθήκαμε να εκφραστούμε όπως αρμόζει σε δύο ανθρώπους που σέβονται ο ένας τον άλλον κι οφείλουν να είναι ειλικρινείς και ξηγημένοι τόσο αναμεταξύ τους, όσο και στον ίδιο τους τον εαυτό. Δεν ξέρω ποιος φοβόταν περισσότερο, ποιος φοβάται τώρα και ποιος σε κάποιο πιθανό μέλλον και σίγουρα δε βρίσκω κάποιο νόημα να βάλουμε κάτω τις πιθανότητες και να τις συγκρίνουμε. Αυτό που ξέρω είναι ότι δε θέλω κανένας φόβος, τουλάχιστον από πλευράς μου, να σταθεί εμπόδιο σε μια πιθανή ευτυχία ή σε μια απόλυτη προσωπική συνειδητοποίηση.
”Θάρρος ή αλήθεια”, λέει το παιχνίδι, αλλά στην πραγματική ζωή επιλέγω να διαλέγω και τα δύο. Η έκθεση κλείνει τώρα το μάτι στον φόβο, το χερούλι της πόρτας είναι στο χέρι μου και τα λόγια που θέλω να πω, μια απόφαση μακριά. «Τι να πω, αν δεν ξέρω πώς νιώθω;» πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται. Ίσως μόνο αυτό να αρκεί: Ξέρεις, κι εγώ φοβόμουν. Αλλά ήρθα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου