Καθώς ξαπλώνω στο κρεβάτι ακόμα ένα βράδυ, χαζεύω τους τοίχους στο άδειο δωμάτιο κι ακούω προσεκτικά τους δείκτες του ρολογιού να χτυπούν, θαρρείς απειλητικά. Μια φωνή στο μυαλό μου με ρωτάει “τι θα κάνεις φέτος αυτή τη μέρα;” και με φέρνει προ των ευθυνών μου, σε μια γιορτή που μαθαίνεις από μικρή ηλικία απλώς να παρευρίσκεσαι.
Ξέρεις, εκείνη τη μέρα που οι μισοί από εμάς δεν ασχολούμαστε καν με το να τη γιορτάσουμε. Κι αυτό ίσως, γιατί για κάποιους, το να μεγαλώνεις, δημιουργεί έναν τρόμο και μια σύγχυση ότι ο χρόνος περνάει μπροστά στα μάτια μας κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά για να τον σταματήσουμε. Κι έτσι, αντί να χαιρόμαστε για τις εμπειρίες κι όλα αυτά που μας έχει προσφέρει, για τους ανθρώπους, για τις όμορφες στιγμές, για τις γνώσεις που αποκτήσαμε ή για το ότι την παλέψαμε και φέτος, εμείς μελαγχολούμε και θυμόμαστε τα παιδικά μας χρόνια, τα οποία γιορτάζαμε τα γενέθλιά μας ανέμελοι, χωρίς ουσιαστικές υποχρεώσεις και προβλήματα, με τους άλλους να κανονίζουν τα πάντα, ακόμα και ποιους θα δούμε τη μέρα εκείνη.
Υπάρχουμε όμως κι οι υπόλοιποι, που πιστεύουμε ότι δεν πα’ να είσαι κι 99, η ζωή πρέπει να γιορτάζεται κάθε φορά- ιδίως όταν είσαι 99. Εκτιμάμε τον χρόνο που περνάει, κάνουμε ίσως κι ανασκόπηση του τελευταίου που πέρασε, σκεφτόμαστε τι δυνατότητες ανοίγονται μπροστά μας κι αν θα τα καταφέρουμε τελικά να τετραγωνίσουμε τον κύκλο. Περιμένουμε με ενθουσιασμό τη μέρα αυτή, αγαπάμε όλη την προσοχή, τις ευχές, τα δώρα, την έκπληξη, τον κύκλο προσοχής γύρω μας.
Ο καθένας έχει στο μυαλό του διαφορετικά τα ιδανικά γενέθλια. Εξάλλου, κάθε χρόνο υπάρχει κάτι διαφορετικό στον αέρα, στη διάθεσή μας, στους ανθρώπους γύρω μας, στα δικά μας θέλω. Φαντάσου όμως να είσαι σε έναν χώρο που είναι γεμάτος όμορφα μπαλόνια, όπου πάνω τους είναι γραμμένες ευχές γενεθλίων. Γύρω γύρω γιρλάντες, και στη μέση ο μπουφές καμαρωτός καμαρωτός με ένα σωρό δημιουργίες. Να αχνοφαίνεται κάπου πίσω μια τούρτα που σε περιμένει να σβήσεις τα κεράκια της και να κάνεις από μέσα σου μια εξωφρενική ευχή, όπως αρμόζει. Μα στην αίθουσα αυτή με τον πολύ χώρο και τα υπέροχα μπαλόνια, τη δυνατή μουσική και τα λαχταριστά φαγητά, να βρίσκεσαι μόνος. Χωρίς κανέναν πλάι σου να χορεύει, να τρώει, να γιορτάζει μαζί σου τη μέρα αυτή.
Τα γενέθλια είναι πάντα οι άνθρωποί μας, τελικά. Να γυρνάς το κεφάλι σου και να βλέπεις τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, να νιώθεις την υπερηφάνεια και τη γλυκύτητα στο βλέμμα τους να σε κατακλύζουν. Παραδίπλα να παρατηρείς τον αδερφό σου, να κατευθύνεται με γρήγορα βήματα προς τον μπουφέ, λες και δεν έχει ξαναδεί φαγητό ή να έχει να φάει από χτες και να ξεχνάς ότι την τελευταία φορά που τον είδες πλακωθήκατε για το ποιος θα μπει πρώτος στο ντους.
Μετά, το βλέμμα σου πέφτει σ’ εκείνους. Τους φίλους, τους κολλητούς. Κάποιους με τους οποίους μεγαλώσατε μαζί, κάποιους που γνωρίσατε πρόσφατα. Εκείνους που γελάσατε και κλάψατε μαζί. Εκείνους που διασκεδάσατε και κάνατε βραδινές κουβέντες σ’ ένα μπαλκόνι, όταν παλεύατε να βρείτε τον εαυτό σας μαζί. Όταν απογοητευόσασταν από άλλους ανθρώπους και συμπεριφορές. Όταν αναλύατε αν υπάρχει θεός και τι είναι τελικά ο έρωτας. Στην άλλη πλευρά, να πιάνει το μάτι σου κι εκείνο το φιλαράκι που παρεξηγηθήκατε, αλλά τώρα σου κλείνει το μάτι και σου χαμογελάει για να καταλάβεις ότι καμιά φορά τα συναισθήματα που έχουμε οι άνθρωποι είναι πιο δυνατά από εγωισμούς και μικρές παρεξηγήσεις.
Κι απέναντι ακριβώς, να σε παρατηρεί σκεπτόμενο και να σε κοιτάζει, εκείνο το ένα βλέμμα. Εκείνο που ίσως τα γενέθλιά σου να τα περιμένει πιο πολύ από σένα, γιατί ήταν η πρώτη μέρα που μέτρησε το κοντέρ μέχρι να συναντηθείτε.
Το ρολόι χτυπάει δώδεκα. Τώρα ξέρω ακριβώς πού πρέπει να είμαι.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου