Έχει ακουστεί κάποιες φορές πως «η ατόφια αγάπη είναι το να δίνεις κάτι στον άλλο χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσει». Ίσως η πιο χαρακτηριστική εικόνα που μπορεί να μας έρθει στο μυαλό ακούγοντας κάτι τέτοιο είναι εκείνη ενός μπαμπά να μπαίνει στο σπίτι του μετά από μια μεγάλη μέρα και να ακούει το -όχι πια μικρό- παιδί του να λέει ότι πείνασε και πως κι εκείνο είχε μια κουραστική ημέρα. Ο πατέρας δε θα σκεφτεί τις δώδεκα ώρες που πέρασε στη δουλειά του, ούτε θα πει κάτι, θα πάει όμως και θα βάλει ένα πιάτο φαγητό κι έτσι αθόρυβα θα προσφέρει λίγη από αυτήν την ατόφια αγάπη, τη σιωπηλή.

Είναι δύσκολο να τη χαρίσουμε έτσι απλόχερα, γιατί κάθε που πάμε να βγάλουμε λίγη από την τσέπη μας πιάνουμε μαζί και μια δόση εγωισμού που μας κρατάει πίσω. Το είδος για το οποίο μιλάμε όμως, όπως λέει κι η έκφραση, είναι ατόφιο, ανόθευτο δηλαδή από εγωισμούς και λοιπές παρορμήσεις. Έρχεται και ρίχνει πάνω μας σαν πέπλο την ανιδιοτέλεια. Και ταυτόχρονα έχει δύναμη. Είναι κολλητική σαν τον πιο δυνατό ιό. Όταν τη νιώσουμε, θέλουμε κι εμείς να τη χαρίσουμε κι έτσι πολλαπλασιάζεται, εξαπλώνεται και κάνει καλύτερο τον κόσμο.

Παιδιά όταν είμασταν, ακούγαμε από όλους συνέχεια ότι πρέπει να μοιραζόμαστε με τους φίλους μας και τα αδέρφια μας. «Γιατί; Αφού είναι δικό μου» απαντούσαμε. Εκνευριζόμασταν και δεν καταλαβαίναμε. Σιγά-σιγά, με τα χρόνια, αρχίσαμε να δίνουμε περιμένοντας να πάρουμε κάτι πίσω. Κι αυτές οι προσδοκίες δεν έβγαιναν πάντα αληθινές, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να χάνουμε την εμπιστοσύνη μας. Και ξέρεις ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Και πάλι ο εγωισμός, που έρχεται να μας πει πως η αγάπη είναι συνθήκη δούναι και λαβείν και να μας κάνει έτσι ανασφαλείς και καχύποπτους. Όταν φτάσει κάποιος στο σημείο να καταλάβει και να θέλει να δώσει κάτι χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσει ο άλλος, ή χωρίς να περιμένει αντίτιμο έχει επιτύχει τον στόχο, ο οποίος στερείται ανάγκης για επαλήθευση.

Ισχύει τελικά αυτό που λένε ότι για να αγαπήσεις κάποιον πρέπει πρώτα να αγαπήσεις τον εαυτό σου. Και αυτό γιατί εκεί κρύβεται τελικά και η δυσκολία. Στο να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν αγαπάμε για να αγαπηθούμε. Αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε και μόνοι. Όταν όμως νιώθουμε καλά με εμάς, όταν είμαστε πλήρεις και όταν αυτή η αγάπη ξεχειλίσει τελικά κι από τα μπατζάκια μας, τότε έχουμε να δώσουμε και σε άλλους. Είναι κάτι υπέροχο να δίνεις χωρίς να υπάρχει κάποιος σκοπός, έτσι απλά επειδή το θέλεις. Ο εθελοντισμός ακόμα, είναι χτισμένος γύρω από αυτήν τη νοοτροπία. Να αγαπάς και να βοηθάς χωρίς να έχεις συμφέρον. Ή και η αγάπη που δίνουμε στο κατοικίδιό μας, πάνω εκεί βασίζεται. Το προσέχουμε και το φροντίζουμε χωρίς να ζητάμε αντάλλαγμα, παρόλο που παίρνουμε τελικά αγάπη μέσα από τα δικά του αποθέματα. Το αίσθημα του να προτιμάς να δώσεις χαρά από το να την πάρεις εσύ όλοι το έχουμε μέσα μας.

Όσοι προσφέρουμε τέτοια ατόφια αγάπη κι αντίστοιχα όσοι μας δίνουν τη δική τους, δε μένουν για πάντα εκεί. Κάποια στιγμή μπορεί να φύγουν. Κι όμως η αγάπη παραμένει. Νιώθουμε το μεγαλείο της, τη θεμελίωση που έβαλε, χωρίς λόγια κι εγωισμούς. Αυτή η αθόρυβη, μνημειακή αγάπη. Δεν πεθαίνει πότε και δε σταματάει. Αυτό χρειαζόμαστε όλοι λίγο παραπάνω στις ζωές μας. Να δίνουμε απλόχερα, να αγαπάμε καλύτερα, να εκτιμάμε περισσότερο. Γιατί ζούμε άλλωστε, αν όχι για να μοιραζόμαστε και να πολλαπλασιάζουμε την αγάπη. Σαν ένα σύννεφο που μαζεύει, μαζεύει και ρίχνει τη βροχή του. Κι αυτή η βροχή φέρνει την καρποφορία στη γη κι έτσι ανθίζουν τα δέντρα. Και τι πιο όμορφο από μια άνοιξη ανθισμένη. Όπως λέει και ένα απόφθεγμα του Robert Browning: «Αν αφαιρέσεις την αγάπη, η γη είναι ένας τάφος».

 

 

Για τον μπαμπά μου και την αγάπη του που δε θα σταματήσω να αισθάνομαι ποτέ.

 

Συντάκτης: Ειρήνη Χριστοδούλου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη