Το όνομά μας είναι η ταυτότητά μας από πριν καλά-καλά μάθουμε οι ίδιοι ποιοι είμαστε. Έχουμε εκπαιδευτεί να ακούμε σε αυτό και να δίνουμε την προσοχή μας ενστικτωδώς όταν το ακούμε. Λέξη κλειδί, προσωπικός «κωδικός» και για κάποιους λέξη αγαπημένη. Λογικά όμως έχει συμβεί σε όλους, να μας φωνάξουν με το όνομά μας κι εμείς να νιώσουμε άβολα! Να σκεφτούμε αυθόρμητα ότι κάτι σοβαρό θέλουν να μας πουν, πως κάποιο λάθος κάναμε, πως γενικά, ό,τι ακολουθήσει δε θα είναι για καλό. Συνήθως όταν είναι λίγο απόμακρος ο τόνος στη φωνή ή το όνομα στην αρχή της πρότασης, μοιάζει κάπως τυπικό. Τις περισσότερες φορές όμως, η σύνδεση αυτή προκύπτει από μια παλιά ανάμνηση που -ακόμη κι αν δεν την προσδιορίζουμε- μας επηρεάζει μέχρι και σήμερα.
Από παιδιά μεγαλώνοντας ξέραμε πως όταν κάναμε ζημιές οι γονείς μας μάς φωνάζανε συνήθως με το όνομά μας. Ή όταν γινόταν κάτι στο σχολείο, ακούγαμε το όνομά μας με τον ίδιο τρόπο από τον δάσκαλό μας. Αν ήταν δε και κάτι σοβαρό, τότε το ίδιο θα ακουγόντανε από τα μεγάφωνα, ακολουθούμενο από εκείνο το τρομακτικό «να έρθει στο γραφείο του διευθυντή!». Είναι με κάποιον τρόπο συνδεδεμένη στο κεφάλι μας αυτή η μικρή λεξούλα, με την έννοια του μαλώματος. Οπότε όταν κάποιος μας φωνάξει με το όνομά μας πρώτο-πρώτο στην πρόταση, εμάς ξυπνάει μέσα μας εκείνο το παιδάκι που μόλις είχε κάνει κάποια σκανταλιά και αρχίζουμε να ανησυχούμε, ακόμη κι αθώοι να είμαστε. Σαν μια μνήμη που έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό μας.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο νιώθουμε περίεργα όταν μας φωνάζουν με το όνομά μας, θα μπορούσε να είναι ότι δεν το έχουμε συνηθίσει. Όταν μας απευθύνει το λόγο κάποιος πολύ δικός μας άνθρωπος για παράδειγμα, από το στόμα του οποίου έχουμε συνηθίσει να ακούμε κάποιο υποκοριστικό, ή ακόμη πιο απλά, έχουμε μάθει να μην ακούμε προσφώνηση αφού η επικοινωνία είναι συνεχή και έχουν πάψει από καιρό να χρησιμοποιούνται ονόματα στο διάλογο, τότε η λεξούλα που θα έπρεπε να είναι απλώς ένα σήμα για να γυρίσουμε το κεφάλι μας, ξαφνικά είναι άγνωστο πεδίο! Μοιάζει ξένο, απόμακρο και κατ’ επέκταση αρκετά επίφοβο. Έρχεται να προκαλέσει σε εμάς άγχος και ανησυχία ως προς το τι θα επέλθει.
Σκεφτείτε, ακόμη και στις ταινίες που βλέπουμε όταν φωνάζει κάποιος τον πρωταγωνιστή με το όνομά του, δεν είναι σημάδι ότι κάτι πάει λάθος; Το όνομά του το ξέρουμε, δεν το ακούμε όμως συχνά! Τις λίγες φορές που αυτό θα συμβεί θα είναι είτε για να δοθεί έμφαση, είτε για να φανεί αντίθεση. Όταν εμείς λοιπόν το βλέπουμε αυτό και το εντάσσουμε σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο, τότε υποσυνείδητα το συνδέουμε με τις στιγμές της έντασης και ακόμα κι αν δεν υπάρχει εφαρμογή στην πραγματικότητα, μπερδεύεται το μυαλό μας. Και φυσικά, αυτή η κατάσταση δεν περιορίζεται σε θέματα ονόματος και καλών ή κακών στιγμών.
Όπως και να έχει, το να μας φωνάζουν με το όνομά μας ίσως να είναι η στιγμή να το βγάλουμε από τη λίστα των καταστάσεων που μας ενεργοποιούν συναγερμούς έκτακτης ανάγκης. Κι αυτό γιατί είναι ίσως από τους πιο σημαντικούς τρόπους που μπορεί να επιλέξει κάποιος για να μας τραβήξει την προσοχή και να έρθει κοντά μας. Σίγουρα μπορεί να υπάρξουν και στιγμές που δε θα είναι για καλό, αλλά συχνά θα είναι φυσιολογικές στιγμές από ανθρώπους που θέλουν να δείξουν ότι ζητούν την προσοχή μας, εφόσον όπως είπαμε και στην αρχή το όνομά μας είναι η ταυτότητά μας. Γι’ αυτό δε χρειάζεται να γινόμαστε νευρικοί, να πηγαίνει ο νους μας στο κακό και να ανεβαίνουν τα επίπεδα άγχους μας περίπου τρεις ορόφους. Η εκπαίδευση του μυαλού σε αυτό το θέμα, όπως έγινε μπορεί και να αντιστραφεί.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη