Χωρίζω. Ζω χωρίς. Χωρίς τον άνθρωπο που είχα συνηθίσει να έχω δίπλα μου. Χωρίς το αίσθημα συντροφικότητας και αγάπης που με κύκλωνε μέχρι πριν λίγο καιρό. Χωρίς τη συνήθεια να στηρίζομαι σε άλλους. Χωρίς τον εφησυχασμό και το «μοιράζομαι» την ευθύνη. Χωρίς πολλά πράγματα τέλος πάντων που συνεπάγονται μιας σχέσης.
Χωρίζω: μια λέξη που φοβίζει, πονά, ξεβολεύει και την αποφεύγουμε ή προσπαθούμε να την αποφύγουμε όσο τίποτε άλλο. Είτε επιλέγουμε εμείς να αποχωρίσουμε, είτε το άλλο πρόσωπο, το συναίσθημα είναι το ίδιο. Πολλές φορές είναι μια πληθώρα συναισθημάτων που μας κατακλύζουν και δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί τα βιώνουμε. Μια μικρή λίστα με τα βασικότερα είναι θυμός, στεναχώρια, λύπη, φόβος, αγωνία. Κάποιες φορές είναι και συναισθήματα που επακολουθούν, όπως ανακούφιση, ηρεμία, μια κάποια χαρά, κυρίως όταν βγαίνουμε από καταστάσεις που ήταν μη ασφαλείς ή βλαβερές για εμάς. Γιατί όμως οι πρώτες μας αντιδράσεις είναι σχεδόν πάντα ο θυμός και η στεναχώρια; Γιατί πονάμε και τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και το βιώνουμε έτσι;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτά τα συναισθήματα δεν απευθύνονται μόνο στον απέναντι αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό. Κι αυτό που μας δυσκολεύει, το καταφέρνει γιατί δεν έχουμε μάθει να «φεύγουμε» και να αποχαιρετούμε με έναν τρόπο που θα είναι υγιής και επικοινωνιακά άρτιος ώστε να έχουμε το κλείσιμο που αποζητάμε. Ένα παράδειγμα είναι όταν εμείς ή το άλλο μέλος της σχέσης κλείνει την πόρτα στη συζήτηση μετά την απόφαση να αποχωρήσει, στερώντας τον χώρο και το χρόνο που χρειάζεται για ένα σωστό κλείσιμο. Άλλη περίπτωση είναι όταν υπάρχει ένα δριμύ κατηγορώ της μιας πλευράς κατά της άλλης γιατί δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τον εαυτό μας σε μια τέτοια κατάσταση και η αλλαγή που αχνοφαίνεται μας αγχώνει και μας τυφλώνει.
Ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η βασική δυσκολία μας βρίσκεται στην άγνοια ως προς τους μηχανισμούς αποχώρησης. Το γεγονός ότι δεν έχουμε εξοικειωθεί με τον χωρισμό, την απώλεια και γενικότερα τη μοναξιά είναι σημαντικό για την αντίδρασή μας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο χωρισμός είναι μια πράξη εγωιστική και τα αρνητικά συναισθήματα είναι απόρροια αυτής της συνειδητοποίησης. Πολλοί περισσότεροι βέβαια είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε μάθει πώς να αποχωρούμε εξαιτίας του φόβου μας για το μετά και γι’ αυτό αποχωρούμε σπασμωδικά και άγαρμπα.
Ποια είναι η εκδοχή που ισχύει δεν μπορεί να πει κάνεις. Αυτό που όλοι μας μπορούμε να κάνουμε είναι να γυρίσουμε στον εαυτό μας και να καταλάβουμε πως για να αποχωρήσουμε επιτυχώς πρέπει να κοιτάξουμε και να πάρουμε την ευθύνη για εμάς και όχι για τα κομμάτια των άλλων. Πρέπει να επιλέξουμε να αποχωρήσουμε με κέντρο τον εαυτό μας, για τους δικούς μας λόγους και για τη δική μας πνευματική και σωματική υγεία.
Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έχουμε κάνει και συνεχίζουμε να κάνουμε, είναι ότι όταν ξεκινάμε τη συζήτηση, δεν μπαίνουμε σε αυτή με σιγουριά κι έτοιμοι να υποστηρίξουμε την απόφασή μας. Τείνουμε συνήθως να μπαίνουμε απολογητικά με αποτέλεσμα να δίνουμε μικτά σήματα. Όσο πιο δυναμικά μπούμε στη συζήτηση τόσο πιο εύκολα θα καταλάβει το άλλο άτομο γιατί κάνουμε αυτή την επιλογή και η συζήτηση θα είναι πιο ομαλή και ουσιαστική.
Στον αντίποδα, αν δεν είμαστε εμείς αυτοί που παίρνουμε την απόφαση, είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τι αφορά εμάς και τι όχι στην εξέλιξη αυτή. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι ο θυμός που θα νιώθαμε μπορεί να αποφευχθεί, αν μπορέσουμε να δούμε πέρα από τον πληγωμένο εγωισμό μας (που είναι απόλυτα φυσιολογικό να υπάρξει) και να διεκδικήσουμε να μάθουμε τους λόγους που είμαστε οι αποδέκτες μιας τέτοιας απόφασης. Κι αυτό που καθησυχάζει είναι η γνώση. Είναι λοιπόν σημαντικό να θυμόμαστε ότι κανείς δεν έχει αρνηθεί να μας εξηγήσει αν επικοινωνήσουμε την ανάγκη μας σωστά και δεν μπούμε στη διαδικασία να ακυρώσουμε την απόφαση του άλλου.
Είτε είμαστε αυτοί που φεύγουμε είτε όχι, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο χωρισμός δεν είναι το τέλος του κόσμου. Είναι ένας κύκλος που ολοκληρώθηκε κι εμείς δώσαμε και πήραμε πολλά. Είναι ένας κύκλος που μας έκανε αυτό που είμαστε και μας δυναμώνει να πάμε παρακάτω. Είναι γνωστό άλλωστε, κάθε τέλος είναι κι αρχή!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου