Τύψεις. Αυτό το συναίσθημα που μας επισκέπτεται πιο συχνά απ’ ό, τι θα περιμέναμε κάποιες φορές. Για λόγους που είναι ξεκάθαροι σε κάθε έναν μας ξεχωριστά είναι ένα συναίσθημα αθέμιτο και αδιαμφισβήτητα τυραννικό. Σε ταλαιπωρεί και σε κάνει να αμφισβητείς τον εαυτό σου και όσα γνωρίζεις, τους γύρω σου και το περιβάλλον σου. Εξ’ ορισμού, οι τύψεις είναι το συναίσθημα που βιώνουμε όταν έχουμε κάνει κάτι το οποίο θεωρείται παραβατικό (από την κοινωνία, τις επαφές, την οικογένεια) ή έχουμε με οποιοδήποτε τρόπο προκαλέσει κακό σε κάποιον άλλον.
Είναι επίσης ένα συναίσθημα περίπλοκο που πολλές φορές το βίωμά έχει διαφορετικά αποτελέσματα. Βιώνοντάς το μπορούμε αφενός να αισθανθούμε ότι μια γκρίζα σκιά μας ακολουθεί για να μας θυμίζει τι κάναμε και αφετέρου να μας ενεργοποιήσει να ξανασκεφτούμε τι κάνουμε, απελευθερωθούμε και να προχωρήσουμε. Τις δύο αυτές εκφάνσεις τις προσεγγίζουμε χρησιμοποιώντας στην πρώτη περίπτωση τη λέξη «τύψεις» και στη δεύτερη τη λέξη «ενοχές».
Αυτός ο εννοιολογικός/νοηματικός διαχωρισμός που κάνουμε δεν είναι απόλυτα αβάσιμος. Στην αρχαία ελληνική Γραμματεία ο Αισχύλος είχε καταφέρει να προσωποποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον διαχωρισμό αυτόν. Ο Ι. Κακριδής στην μελέτη των έργων του Αισχύλου Ορέστεια και Ευμενίδες μας δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες για τις παραπάνω προσωποποιήσεις. Οι Ερινύες (τύψεις) ήταν χθόνιες θεότητες που κατοικούσαν στον Άδη. Ο ρόλος τους ήταν να κυνηγούν και να τιμωρούν όσους είχαν διαπράξει κάποια αμαρτία. Οι Ευμενίδες ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, η μεταμόρφωση των τύψεων σε ενοχές, το απελευθερωτικό συναίσθημα/συνέχεια των τύψεων που θα επιτρέψει στον ήρωα να δράσει και να αποκαταστήσει τον εαυτό του αλλά και την πράξη του.
Και στο σημείο αυτό είναι πολύ πιθανό να αναρωτιέσαι γιατί στα λέω όλα αυτά. Στο αναφέρω γιατί είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίσουμε και τη μεταμορφωτική δύναμη των τύψεων. Για πολύ καιρό είχα στιγματίσει αρνητικά το συναίσθημα των τύψεων και ο φόβος που αισθανόμουν ήταν τεράστιος. Ήταν τόσο μεγάλος που με πάγωνε και δεν μπορούσα να λειτουργήσω και να επανέλθω. Το πιο σημαντικό όμως; Ένιωθα ένα τόσο βασανιστικό συναίσθημα για πράγματα και ζητήματα που δεν είχαν να κάνουν με κάποιο «κακό».
Για πολλά χρόνια θεωρούσα ότι οι τύψεις κι οι ενοχές γεννούνται από κακές πράξεις. Έκανα λάθος. Τύψεις και ενοχές γεννούνται και από τα στεγανά των κοινωνικών συμβάσεων που ακολουθούμε κι εσωτερικεύουμε αφού θέλουμε να είμαστε μέλη ενός κοινωνικού συνόλου κι αφού φυσικά δε θέλουμε να κακοκαρδίζουμε και κανέναν. Μία από αυτές τις συμβάσεις είναι και η σύμβαση του να μην προκαλούμε με τη συμπεριφορά μας και να φροντίζουμε αυτή να αντιστοιχεί στις περιστάσεις. Για παράδειγμα, τέτοιες περιστάσεις μπορεί να είναι από το να μη γελάς σε μια κηδεία (παρ’ ότι το γέλιο είναι μηχανισμός άμυνας στο πένθος) μέχρι το να μη δείχνεις τη χαρά σου όταν το κλίμα «δε σηκώνει» να είσαι χαρούμενος.
Είναι τρομερό που ακούω από πολλούς ανθρώπους γύρω μου, ιδιαίτερα μέσα στην αβεβαιότητα, δυσκολία και στεναχώρια της πανδημίας, να μου εκμυστηρεύονται πόσο ενοχικά αισθάνονται που περνάνε καλά ακόμα και στην καραντίνα, που δίνουν και παίρνουν μια αγκαλιά με τους δικούς τους ανθρώπους και που γελάνε κι ερωτεύονται ακόμα.
Αυτό είναι οι τύψεις της χαράς. Να αισθάνεσαι δυστυχισμένος μέσα στην ευτυχία σου γιατί δεν μπορείς να διαχειριστείς ότι η δική σου χαρά προσκρούει στη δυστυχία, δυσκολία του άλλου. Το ενοχικό σου ένστικτο σου λέει ότι δεν μπορείς να μοιραστείς τη χαρά σου γιατί θα φέρνει τον απέναντι σε δύσκολη θέση, γιατί πρέπει να σεβαστείς τη δυσκολία του, γιατί πρέπει να λειτουργήσεις σαν καθρέφτης και να πάρεις αυτό το ίδιο συναίσθημα που δεν είναι εξ’ αρχής δικό σου.
Κι εγώ έρχομαι να επισημάνω κάτι που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάς. Οι τύψεις είναι το σήμα κινδύνου που σου υπενθυμίζει να μην αλλοιώνεις και βάζεις σε δεύτερη μοίρα τα δικά σου συναισθήματα. Δεν είσαι αχάριστος, κακός, παρτάκιας κι εκτός τόπου και χρόνου όταν χαίρεσαι για κάτι που σου συνέβη ή κατάφερες όταν οι άλλοι δε μοιράζονταν το ίδιο συναίσθημα με εσένα. Το δικό σου μέλημα πρέπει να είναι να είσαι αληθινός στον εαυτό σου και αυτό που βιώνεις κι όταν το μοιραστείς να το μοιραστείς γιατί χρειάζεσαι, όχι γιατί πρέπει.
Όταν το μοίρασμά σου είναι αληθινό δε θα νιώσεις καμία ενοχή!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου