Νομίζεις ότι το ‘χεις, ότι μπορείς να το διαχειριστείς, ότι είναι ένας άνθρωπος σαν όλους αυτούς που μέχρι τώρα πέρασαν από τη ζωή σου. Ένας ακόμη άνθρωπος με κάποια δυσκολία που θα μπορέσετε να αντιμετωπίσετε μαζί κι ίσως, αν είσαι φύσει αισιόδοξο ον, να πιστεύεις με όλο σου το είναι ότι θα τον βοηθήσεις και θα το ξεπεράσετε.
Σ’ έχει συνεπάρει ο τρόπος που συμπεριφέρεται και φέρεται μέσα στο χώρο, έχεις ερωτευτεί τον πραγματισμό και τον ρεαλισμό που επιδεικνύει, σε ενθουσιάζει που σου μαθαίνει μικρά μυστικά για να «κόβεις» τους ανθρώπους γύρω σου και να αφουγκράζεσαι καταστάσεις. Αυτό που σας ενώνει, όμως, είναι οι πληγές σας. Ο κοινός σας τόπος ο πόνος και το σημείο συνάντησης η δυσκολία. Η γλώσσα που μιλάτε είναι αυτό το αίσθημα μοναξιάς, όχι γιατί δεν έχετε αρκετούς γύρω σας, αλλά γιατί κυρίως αισθάνεστε ότι κανείς δεν μπορεί να σας κατανοήσει. Νιώθεις ότι με αυτόν τον άνθρωπο μπορείς να δείξεις πόσο εύθραυστος, είναι ο κόσμος σου και μπορεί να σε καταλάβει όσο κανένας άλλος.
Δύο άτομα με κοινή πορεία αλλά διαφορετικά βιώματα. Το ένα, εσύ, έχει φάει διάφορα «χαστούκια» απ’ τη ζωή, έχει απορριφθεί, έχει εγκαταλειφθεί, έχει νιώσει περιττό, έχει αισθανθεί εκτός τόπου και χρόνου. Αδυναμία του, τα άτομα σε ανάγκη, με ισχυρό το αίσθημα του σωτήρα που έρχεται με φόρα. Το άλλο, έχει απογοητευτεί, έχει πονέσει, έχει προσπαθήσει να «φωνάξει» αλλά κανείς δεν ακούει. Αδυναμία του, οι ουσίες.
Το ένα, έλκεται από το «δύσκολο». Το άλλο έλκεται από τον σωτήρα που εμφανίστηκε μπροστά του. Και κάπως έτσι, όπως κι εγώ, όπως και πολλοί ακόμα, βρίσκεσαι να αντιμετωπίζεις μια συνθήκη πρωτόγνωρη. Αγαπάς, θες να προστατεύσεις, να στηρίξεις, να παλέψεις για τον άνθρωπό σου. Αυτά δίνουν τη θέση τους στον θυμό, την απελπισία, τον πόνο μέχρι να ξαναψάξεις λύσεις, να ανυπομονείς να γυρίσει σπίτι, να απαιτήσεις απαντήσεις.
Φωνάζεις, κλαις, παρακαλάς. Αυτές τις συνθήκες γνωρίζουν πολύ καλά όσοι μοιράζονται τη ζωή με ένα απεξαρτώμενο άτομο. Ζητάς βοήθεια, παρέχεις βοήθεια, προτρέπεις να συνεχίσει να παίρνει βοήθεια και πολλές φορές εμπιστεύεσαι και τον ίδιο τον άνθρωπο, αφού βλέπεις είναι πλέον ειδικός και ξέρει πώς να το διαχειριστεί. Η συχνότερη έκβαση είναι η αισιοδοξία και η χαρά των κάποιων βημάτων εμπρός, μα πίσω είναι η απογοήτευση και το πισωγύρισμα, που γεννά φόβο, αβεβαιότητα και θυμό και σημάνει την αρχή ενός φαύλου κύκλου, μιας αέναης πάλης.
Κάθε μέρα που περνάει, ξυπνάς δίπλα σε έναν διαφορετικό άνθρωπο. Καμία μέρα δεν είναι ίδια. Δεν ξέρεις σε ποιον θα μιλήσεις, στο παιδί που σε αγάπησε ή στον ενήλικα που σε σιχαίνεται γιατί βλέπει ένα ακόμα πιόνι της κοινωνίας; Αρχίζεις κι αμφιβάλλεις για ό,τι κάνεις. Σκέφτεσαι διπλά και τριπλά τι θα πεις, τι θα κάνεις, πού θα προτείνεις να πάτε, σε ποιους θα τον γνωρίσεις. Προσπαθείς να δημιουργήσεις ένα «οικοσύστημα» που δε θα τον φέρει σε δύσκολη θέση και που θα του δώσει χώρο.
Αν κάτι πάει λάθος, το ρίχνεις πάνω σου γιατί εσύ έπρεπε να ξέρεις καλύτερα. Τη βία θα την κρίνεις ως ένα τυχαίο γεγονός, την υπερβολή λογική απόρροια των εμπειριών των ανθρώπων αυτών· έχεις αποφασίσει ότι θα είσαι εκεί σε κάθε βήμα, να τους σηκώνεις και ανεβαίνετε την ανηφόρα. Έχεις δοθεί ανιδιοτελώς.
Στέκεσαι δίπλα τους, μια σκιά, γιατί σε έχεις ξεχάσει. Έχεις σταματήσει να σε ορίζεις και να προσδιορίζεις, να διεκδικείς τον χώρο σου κι αυτό που είναι καλύτερο για εσένα. Έχεις ξεχάσει να σε φροντίζεις γιατί εκείνοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τη φροντίδα σου. Έχεις ξεχάσει να πάρεις το μπράβο σου και την ανάσα που δικαιούσαι.
Και δεν το καταλαβαίνεις κι ας σου λένε οι άλλοι ότι πρέπει να φύγεις. Δεν είναι εύκολο να το καταλάβεις. Τι θα γίνει χωρίς εσένα; Πού θα πάει; Ποιος θα σε αντικαταστήσει, κανείς δε θα νοιάζεται όπως εσύ. Κι όλο αυτό το κυνηγητό σωτήρα-θύματος αλλάζει διαρκώς ρόλους κι υποστάσεις.
Τουλάχιστον να μην απατάσαι. Να μη νομίζεις ότι αυτό που βιώνεις θα αλλάξει αν δεν αλλάξει η συνθήκη, αν δεν κάνουν το βήμα μπροστά, να σε οδηγήσουν στην έξοδο και να τη διαβείτε μαζί. Να τους αγαπάς και να τους συμπαραστέκεσαι τους ανθρώπους αυτούς αν τύχει και διαβεί ένας την καρδιά σου, μα να οριοθετείς τον εαυτό σου. Να μην είσαι μια σκιά. Μια σκιά ακολουθεί, δε στηρίζει. Κι αν δεις ότι δεν μπορείς να το αντέξεις, να ευχηθείς το καλύτερο και να αποχωρήσεις γνωρίζοντας ότι έκανες ό,τι μπορούσες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου