Πόνος σύμφωνα με την IASP (International Association for the Study of Pain) είναι μια δυσάρεστη αισθητηριακή και συναισθηματική εμπειρία, συσχετιζόμενη (ή που μοιάζει να σχετίζεται) με πραγματική ή εν δυνάμει ιστική βλάβη. Ο πόνος μπορεί να είναι οξύς ή χρόνιος και είναι μπορεί να είναι σωματικός, ψυχολογικός ενώ συναντάται σε πολλές ακόμα μορφές ανάλογα με τον ορισμό του. Παρά το γεγονός, ότι η παρουσία του στη ζωή κάθε ανθρώπου είναι σχεδόν νομοτελειακή, ο ορισμός και ο προσδιορισμός του αποτελεί, συχνά, αντικείμενο διαφωνίας καθώς ενέχει και το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Έτσι, παρ’ όλο που η αίσθηση του πόνου εμπλέκει το νευρικό σύστημα και το κέντρο του πόνου που βρίσκεται στον εγκέφαλο, η ένταση του ερεθίσματος που προκαλεί πόνο αλλά και η πηγή, διαφέρει ανάμεσα στα διαφορετικά άτομα.
Υπάρχουν, βέβαια, καταστάσεις στις οποίες το αίσθημα του πόνου είναι πιο αντικειμενικό. Το μωρό πονάει όταν κάνει το πρώτο του εμβόλιο (και το δεύτερο), το παιδί πονάει όταν πέφτει απ’ το ποδήλατο, ο έφηβος πονάει όταν πιάνεται στα χέρια με το συμμαθητή του, η γυναίκα πονάει όταν γεννά και πλείστες άλλες περιπτώσεις καθημερινές και συνυφασμένες με την ίδια την ύπαρξη. Κι έπειτα, ο πόνος που υπάρχει σε κάθε απώλεια, σε ένα χωρισμό, σε μια σκηνή έντασης με ένα φίλο, σε μία απόρριψη στη δουλειά, σε κάθε λέξη ή πράξη που πλήγωσε. Ο πόνος συναντά κάθε έναν που δεν μπορεί να έχει το αντικείμενο του πόθου του, η ψυχή μπορεί να πονά από γεγονότα, φόβους, σκέψεις.
Τόσο συχνά συναντάται στη ζωή των ανθρώπων ο πόνος που έχει γίνει στο μυαλό όλων, μέρος της ίδιας της ζωής, αναπόσπαστο κομμάτι της. Ωστόσο, «αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε» είπε ο Σεφέρης. Ασφαλώς και υπάρχουν στιγμές στις οποίες ο πόνος μπορεί να είναι αναπόφευκτος. Με μια πιο προσεκτική παρατήρηση, όμως, διαπιστώνει κανείς ότι ακόμα κι εκείνες τις φορές, καθένας, ενστικτωδώς προσπαθεί να τον αποφύγει. Το μωρό τραβά το πόδι όταν νιώθει το τσίμπημα, η γυναίκα υιοθετεί τεχνικές για να μειώσει κατά το δυνατόν τον πιθανό πόνο του τοκετού, ο ασθενής παίρνει αναλγητικά για να μην πονά κι εκείνος που υποφέρει ψυχολογικά, αναζητά βοήθεια και τρόπους να περιορίσει ή να μη βιώσει τον πόνο.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κι εκείνες οι συνθήκες που ο πόνος προσπαθεί να παρουσιαστεί ως αναμενόμενος και να εκλογικευτεί από εκείνον που τον προκαλεί. «Η αγάπη πονά», «πονάς αλλά είναι για το καλό σου», «μπορεί να σε πονέσει αλλά στο τέλος θα σου αρέσει», «με τέτοια συμπεριφορά δε γίνεται να μην πονάς», είναι μερικά ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων. Είναι οι περιπτώσεις στις οποίες η αίσθηση του πόνου δεν είναι αναπόφευκτη αλλά προκαλείται από ένα άτομο (ή ομάδα ατόμων), ας το ονομάσουμε «αυτός που προκαλεί», σε ένα άλλο άτομο (ή ομάδα ατόμων), ας το ονομάσουμε «αυτός που υφίσταται». Αυτός που προκαλεί, προσπαθεί να παρουσιάσει ως φυσιολογικό, ως επιλογή, ως μοιραίο επακόλουθο, ως συνέπεια των επιλογών τον πόνο αυτού που τόν υφίσταται . Είναι ο πόνος που καθένας ενστικτωδώς απορρίπτει, είτε ως δέκτης είτε ως θεατής. Η εφαρμογή του ενέχει βία κι απαιτεί επιβολή για να γίνει αποδεκτός. Η εμφάνισή του δεν έχει δικαιολογία ούτε λόγο ύπαρξης και γι’ αυτό χρειάζεται απολυτότητα για να επιβληθεί.
Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν οι περιπτώσεις που ο πόνος είναι προκλητός και για αυτό γίνεται μη ανεκτός. Είναι εκείνες οι φορές που όσο και αν προσπαθήσει αυτός που προκαλεί, δεν εκλογικεύονται. Κι είναι ακριβώς αυτός ο πόνος που χρειάζεται να βρίσκει απέναντι του όχι μόνο αυτόν που τον υφίσταται αλλά κι όλους όσους τον συναντούν. Ακόμα κι ως θεατές. Για την ακρίβεια, είναι η μορφή του πόνου τον οποίο χρειάζεται να αντιπαλεύουμε όλοι μας, κάθε φορά που γινόμαστε μάρτυρες.
Για να μη φτάνει κανείς να φωνάζει «πονάω» κι αν το κάνει, να μας έχει όλους δίπλα του. Για να μη συμβεί σε κανέναν άλλο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου