Είναι στο διπλανό μπαλκόνι ένα ζευγάρι. Αυτή την περίοδο που όλοι περνάμε πιο πολλές ώρες σπίτι παρατηρείς τους γύρω σου πιο πολύ, βλέπεις μέσα απ’ τις κινήσεις, ακούς μέσα από τις μουσικές ή την τηλεόραση, μαθαίνεις μέσα απ’ τις φωνές είτε θέλεις είτε όχι. Κάπως έτσι, αρχικά χωρίς εικόνα και στη συνέχεια μέσα από καφέδες ανάμεσα σε διαδικτυακές συσκέψεις και deadline, έγινε αυτή η γνωριμία.

Ο ένας ζει έντονα, λατρεύει τα ταξίδια, τις μετακινήσεις, τις εκπλήξεις. Αγαπά την άσκηση, δοκιμάζει νέες γεύσεις και ψάχνει νέες εμπειρίες. Σχεδιάζει, δε ζωγραφίζει ή ζωγραφίζει, χορεύει ακόμα κι όταν περπατά ή απλά λικνίζεται ακούγοντας μια μελωδία. Ακούει μουσική καθημερινά, τραγουδά ακόμα και παράφωνα. Έχει φίλους αλλά και γνωστούς, λέει τη γνώμη του αλλά κι ακούει. Κοινωνικός χωρίς να είναι party animal και με χρόνο για τον εαυτό του χωρίς να είναι μοναχικός. Λατρεύει να μαθαίνει κάτι νέο και γελά δυνατά κάθε μέρα. Αγαπά όλα τα χρώματα αλλά προτιμά τα λαμπερά, τα καθαρά. Μόνο το μαύρο δε θέλει να πολυβλέπει. Το φοβάται, λεει. Ο μεγαλύτερός του έρωτας, η ίδια η ζωή. Ισορροπημένος δεν ξέρω αν είναι, ούτε και φαίνεται να πιστεύει κάτι τέτοιο. Είναι, όμως, σίγουρα, παθιασμένος.

Ο άλλος δεν αγαπά τη δουλειά που κάνει, έχει μια ανυποχώρητη κούραση και μια σταθερή άρνηση για κάθε τι διαφορετικό, ενώ συγχρόνως βαριέται έντονα κάθε τι παλιό. Ακαμψία, μονοτονία, αχρωμία οι 3 βασικές λέξεις που τόν περιγράφουν. Δε βρίσκει λόγο για να υπάρχουν τόσα χρώματα αφού το μαύρο θα μπορούσε να κάνει για όλα. Κάθε πρωί γκρινιάζει που φεύγει απ’ το σπίτι και ανυπομονεί να γυρίσει αμέσως όταν τελειώσει η δουλειά κι όταν είναι σπίτι παραπονιέται ακόμα και για τη θέση που έχει το χαλάκι στο γραφείο του.  Όχι! Δεν είναι γκρινιάρης, ούτε καταθλιπτικός.  Είναι απλώς ο εαυτός του και δεν έχει κάνει καμία προσπάθεια να αλλάξει!

 

 

Η συνάντηση: Ο ένας είδε το μαύρο κι εντυπωσιάστηκε «Πώς ζει μέσα σ’ αυτό!», απόρησε. Ο άλλος είδε τα χρώματα και τόν τύφλωσαν «Πώς ζει σε τόση ένταση!», αναρωτήθηκε. Όταν έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αρχικά το αγνόησαν, το απέφυγαν, απομακρύνθηκαν πιο πολύ κι από το αναμενόμενο.

Λίγο καιρό μετά και αφού οι τυχαίες συναντήσεις επαναλήφθηκαν, τό απέδωσαν σε μοιραία έλξη! Είπαν διάφορα τετριμμένα περί ετερωνύμων που έλκονται, γοητεύτηκαν απ τις διαφορές τους, μέχρι και καμάρωσαν για τις αντιθέσεις τους. Κι αν η συνέχεια μοιάζει προβλέψιμη, εκείνοι δεν την ήξεραν ή για την ακρίβεια, μπορεί να την ήξεραν αλλά σκέφτηκαν ότι αυτοί θα διαφέρουν. Θα τα καταφέρουν!

Ο έρωτάς τους είχε ένταση, τόση που τούς παρέσυρε. Έλειπε αυτή τη συμφωνία του τέλους στις ανάσες τους, πιο πολύ με μάχη έμοιαζε, με αγώνα επιβολής κι επιβίωσης. Αλλά ακόμα κι έτσι, ήταν σίγουρα έντονος. Η αγκαλιά μετά ήταν κάπως επιπόλαιη, έμοιαζε αγχωμένη, βιαστική και χωρίς ζεστασιά, αλλά κανείς τους δεν το παρατήρησε. Σε κανέναν δεν έλειψε αφού «αυτοί ήταν διαφορετικοί».

Και οι μέρες περνούσαν και το μαύρο άρχισε να κυριαρχεί και ν’ αρπάζει κάθε αυθορμητισμό από τα χρώματα. Και τα χρώματα όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν κατάφερναν να τρυπώσουν. Το χαμόγελο έγινε θαμπό, η πηγαία χαρά αναγκάστηκε να γίνει τεχνητή, κάποιες φορές προσποιητή, οι προηγούμενες τυχαίες συναντήσεις εξαφανίστηκαν στο όνομα των «συνθηκών» και οι συνευρέσεις τους γίνονταν πια με κόπο και μετά από πολλή προσπάθεια, οργάνωση και πολλές ακυρώσεις. Στενοχώρησαν ο ένας τον άλλο πολύ πριν καταλάβουν αυτό που ήξεραν απ’ την αρχή. Ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Ή θα πορεύονταν με αυτό ή θα έμεναν χωριστά.

Και τότε ακριβώς είναι που ο ένας απ τους δυο συνειδητοποίησε ότι το μαύρο μπορεί να γίνει και γκρι! Και μάλιστα έτυχε να είναι η στιγμή που και ο άλλος ένιωσε ότι το μαύρο είναι ένα ακόμη χρώμα και δε χρειάζεται να το φοβάται. Κι αν νομίζετε ότι δε γίνονται θαύματα, αρκεί να τούς γνωρίσετε για να δείτε και μόνοι σας ότι το χρώμα είναι ευέλικτο κι αρκεί να βρει λίγο χώρο για να τρυπώσει, ενώ το μαύρο, όσο άκαμπτο κι αν φαίνεται, είναι κάποια σημεία που ταιριάζει απόλυτα. Όπως για παράδειγμα στα διαμάντια!

Συντάκτης: Ελένη Καραχανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου