Κάνουμε τα πρώτα μας βήματα, εν μέσω πανηγυρισμών που συνοδεύονται από χαμόγελα. Το μωρό περπάτησε! Νέο, να το μάθει όλος ο κόσμος! Οι δικοί μας το λένε παντού και με κάθε ευκαιρία και φυσικά, με την αντίστοιχη περηφάνια. Εμείς, γοητευμένοι από τη νεοαποκτηθείσα αυτονομία, ξεκινάμε το ταξίδι μας! Εξερευνούμε, πέφτουμε, σηκωνόμαστε και προχωράμε. Σε μια διαδικασία που συνεχίζεται, και εξελίσσεται, γίνεται τρέξιμο, χάνει ενίοτε το ενδιαφέρον της αλλά σε γενικές γραμμές, προχώρα, σχεδόν απρόσκοπτα. Ως την εφηβεία.
Κάπου εκεί, αρχίζουμε να δοκιμάζουμε την ισορροπία. Και το κάνουμε με όποιον τρόπο σκεφτούμε. Προσπαθούμε να ισορροπήσουμε στο ένα πόδι, πάνω από το έδαφος, με τα χέρια, σε ταράτσες, κρατώντας πολλά πράγματα στα χέρια, τόσα που να μη χωράνε καν, προσπαθούμε με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Και φτάνουμε στο πιο δύσκολο, την ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί. Οι θεατές έχουν μειωθεί πια, περιορίζονται στο στενό κύκλο, που εμείς αρχίζουμε να ορίζουμε. Και δε μας επικροτούν πάντα. Μα μένουν εκεί. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Όλη η ενήλικη ζωή μας μπορεί να μη φτάσει για να κατακτήσουμε αυτή την ισορροπία. Όμως εμείς εκεί, συνεχίζουμε να προσπαθούμε πεισματικά. Άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι. Οι συνθήκες αλλάζουν, μα ένα πράγμα μένει αναλλοίωτο. Το υποστηρικτικό μας δίκτυο. Οι άνθρωποί μας, εκείνοι που αποτελούν το δίχτυ ασφαλείας μας. Λίγοι και καλοί. Για την ακρίβεια, οι καλύτεροι και εκλεκτοί μας. Σε κάθε μας βήμα, λοιπόν, ειδικά σε εκείνα για γερή ισορροπία, ειδικά εκείνα που γίνονται σε τεντωμένο σκοινί. Βρίσκονται εκεί, με την αγωνία τους καλά κρυμμένη και ένα χαμόγελο ενθάρρυνσης που είναι το μόνο που βλέπουμε, τουλάχιστον μέχρι τη λήξη του εγχειρήματος. Την ανάσα ανακούφισης όταν επιτύχει. Ακόμα πιο σημαντικό, για να μαζέψουν τα σπασμένα μας κομμάτια, όταν κάτι αποτύχει. Και μέχρι την επόμενη φορά, που θα είναι πάλι εκεί.
Το γνωρίζουμε, το εκτιμάμε, κατά βάθος τους ευγνωμονούμε για την παρουσία τους. Το εκτιμάμε και το αναγνωρίζουμε; Για μισό λεπτό. Αν ήταν έτσι, η ζωή (πιο) θα ήταν πιο τριανταφυλλένια. Εμείς, οι άνθρωποί μας, όλοι με αγάπη και αλληλοκατανόηση. Μα όχι! Και δεν είναι έλλειψη ρομαντισμού, αλλά ρεαλισμός αυτή η άρνηση. Η σχέση μας με τους ανθρώπους στο δίχτυ μας, είναι σχέση τριμερής και όλα μπορούν να πάνε (και) στραβά. Κι εμείς (το πρώτο μέρος της σχέσης δηλαδή) μπορεί να μην αναγνωρίζουμε την ουσία της ύπαρξης αυτών των ανθρώπων στη ζωή μας κι εκείνοι (το δεύτερο μέρος) μπορεί να μη μείνουν δίπλα μας υπό όλες τις συνθήκες ή για πάντα και το δίχτυ (το τρίτο μέρος) μπορεί να μη μας κρατήσει.
Ίσως κι ακριβώς αυτός να είναι ο λόγος που υπάρχουν φορές, που κάτι μάς οδηγεί να τσεκάρουμε το δίχτυ μας. Προκαλούμε, λες, την πτώση, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσουμε ότι λειτουργεί. Ότι οι άνθρωποί μας βρίσκονται εκεί. Οι βαθύτερες αιτίες που μάς οδηγούν σε τέτοια συμπεριφορά συχνά ανεξερεύνητες και για τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι μερικές φορές εκείνη η αγωνία για το αν θα μάς μαζέψουν και θα μάς φροντίσουν, που μάς γνέφει να την ξανασυναντήσουμε. Σα μικρός εθισμός στο καλόπιασμα και την παρηγοριά που ξέρουμε ότι θα απολαύσουμε. Και η ερώτηση που κάνουμε ψιθυριστά στον εαυτό μας: «τώρα αυτό είναι φυσιολογικό;»
Κι όμως είναι. Κάποιες φορές αυτό που έχουμε πιο πολύ ανάγκη είναι να επιβεβαιώσουμε ότι οι άνθρωποί μας παραμένουν εκεί. Ακόμα κι αν το κάνουμε προκλητά. Στην ουσία είναι σαν να προσπαθούμε με αυτό τον τρόπο να ανανεώσουμε και να επιβεβαιώσουμε στον εαυτό μας την παρουσία τους. Σα να λέμε πως όλα καλά, το δίχτυ λειτουργεί και συνεχίζουμε. Μοιάζει, θα έλεγε κανείς, με μαγικό φίλτρο αυτό το δίχτυ κι εμείς αλλάζουμε, γινόμαστε πιο αποτελεσματικοί, θαρραλέοι, τολμηροί χρησιμοποιώντας το.
Ανασφάλεια ή γλυκιά λαχτάρα γι’ αυτό που ακολουθεί την πτώση; Μελαγχολία ή μια άκρατη αίσθηση παντοδυναμίας, ότι αφού έχουμε το δίχτυ μας, όλα θα τα μπορέσουμε; Όποιο κι αν είναι το κίνητρο η βάση παραμένει ίδια. Αυτό το «Όλα καλά! Το δίχτυ λειτουργεί!» που είναι αρκετό. Και πέφτουμε! Πάλι. Κι αν σκοντάψουμε, θα μας πιάσουν!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου