«Κι ένα τέταρτο μητέρας
αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει.
Που να το ανακράξεις
σε στιγμή μεγάλου κινδύνου»
Ο. Ελύτης
Μητέρα λέξη ιερή, έννοια πληθωρική, που προσπαθεί σε έξι γράμματα να χωρέσει αγάπη, νοιάξιμο, θυσία, προστασία, λατρεία ,αυταπάρνηση και πάλι δυσκολεύεται να πει μονολεκτικά όσα σελίδες δε θα κατάφερναν να περιγράψουν. Μάνα. Μαμά. Η αρχή. Η βάση. Η ουσία.
Μα είναι, άραγε, μητέρα η γυναίκα που γεννά; Ή μήπως είναι μητέρα η γυναίκα που αναθρέφει; Η μητέρα μπορεί να μην είναι γυναίκα; Υπαρξιακά ερωτήματα ετών, ίσως και αιώνων, φιλοσοφικές αναζητήσεις και επιστημονικές έρευνες, αλλά και καθημερινές συζητήσεις με επίκεντρο εκείνο το πλάσμα. Το πλάσμα το μυστηριακά φορτισμένο με ρόλους που διεκπεραιώνει χωρίς να διδαχτεί, το μαγικά φωτεινό που οδηγεί χωρίς να κατευθύνει, το απόλυτα ανιδιοτελές που δίνει ψυχή, καρδιά και σώμα χωρίς να ζητά αντάλλαγμα παρά την ευτυχία του παιδιού, του παιδιού της. Αναλυτές, επιστήμονες, θρησκευτικοί λειτουργοί, εκπαιδευτές μα και πολιτισμοί, φιλόσοφοι, αξιακά συστήματα και προτεινόμενες θεωρίες, απορούν για το αν μητέρα γεννιέσαι ή γίνεσαι χωρίς η απάντηση να είναι εύκολο όχι μόνο να δοθεί, αλλά ακόμα και να προσεγγιστεί. Ζητήματα ηθικά, υποκειμενικά, θέματα που δε γενικεύονται μα μένουν βιωματικά και εξατομικευμένα και συνεχίζουν να απασχολούν.
Ωστόσο, και μέσα σε όλα αυτά που έχει πίσω της η λέξη και η έννοια «μητέρα», ένα φαίνεται να είναι σίγουρο. Η εμφάνιση της μητέρας γίνεται ταυτόχρονα με την εμφάνιση του παιδιού. Ενός παιδιού που δεν είναι απαραίτητο να έχει η ίδια γεννήσει. Η διαδικασία, μέσα από την οποία γίνεται- δημιουργείται μια μητέρα, ονομάζεται matrescence. Δεν έχει αποδοθεί στα ελληνικά (αδόκιμα θα μπορούσε να τον μεταφράσει κανείς ως «μητεροποίηση») κι είναι όρος που εισήγαγε μόλις το 1973 η ανθρωπολόγος, Dana Raphael. Αφορά στην ψυχολογική, ορμονική, συναισθηματική, σωματική και κοινωνική μετάβαση και διαδικασία που χρειάζεται για να δημιουργηθεί μια μητέρα.
Η παρουσία ενός παιδιού μπορεί να καθιστά τεχνικά μια γυναίκα «μητέρα», ωστόσο, η πραγματική διαδικασία είναι πολλά παραπάνω από μία στιγμή. Χρειάζεται χρόνο, ο προσδιορισμός του οποίου είναι ασαφής και υποκειμενικός αλλά και το πέρασμα από πολλά στάδια. Αποτελεί περίοδο μεταβατική, γεμάτη από συναισθήματα που πολλές φορές μπορεί να είναι αντικρουόμενα. Συχνά, δε, συνοδεύεται από στιγμές έντασης, απογοήτευσης, άρνησης. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις προς τη νέα μητέρα, αλλά και το κοινωνικό πρότυπο που απαιτεί την ευτυχία ως απαραίτητο συνοδευτικό της μητρότητας, μετατρέπουν σε ταμπού την έκφραση δεύτερων σκέψεων από την ίδια.
Πολύ μακριά από τις κοινωνικές απαιτήσεις και τις διαφημιστικές καμπάνιες της ροδαλής χαμογελαστής κι επιτυχημένης νέας μαμάς, που τα προλαβαίνει όλα, βρίσκεται η πραγματικότητα. Η έλευση ενός παιδιού αλλάζει την καθημερινότητα, επιφορτίζει με ευθύνες ενώ συγχρόνως απορροφά τον προσωπικό χρόνο και χώρο. Και ναι, μπορεί η αγκαλιά του παιδιού να είναι το καλύτερο αντισταθμιστικό για κάθε κούραση, άγχος, αγωνία. Υπάρχουν, όμως , δύο μεγάλα «αλλά». Πρώτον αυτό δε συμβαίνει αυτομάτως. Απαιτείται χρόνος για να δημιουργηθεί μια σχέση τέτοιου επιπέδου και το μητρικό φίλτρο δεν είναι μαγικό να τα κάνει όλα ακαριαία και από μόνο του. Δεύτερον, όσο θεραπευτική κι αν είναι αυτή η παιδική αγκαλιά, υπάρχουν στιγμές που δεν είναι διαθέσιμη ή δεν είναι αρκετή για να αντιρροπίζεσαι η κούραση η θλίψη, η απογοήτευση, το αίσθημα ανεπάρκειας που μπορεί να δημιουργηθεί σε μια μητέρα.
Πέρα, δε, από το καθαρά συναισθηματικό και ψυχολογικό κομμάτι και ορμονικά συμβαίνουν αλλαγές και μεταβάσεις. Τέτοιας έντασης μάλιστα, που προσομοιάζουν με τις αλλαγές που βιώνει το σώμα στην εφηβεία. Σύμφωνα με την έρευνα της Pilyoung Kim, στον εγκέφαλο της μητέρας, οιστρογόνα και προγεστερόνη ανεβάζουν τις στροφές του οργανισμού στα «κόκκινα» κάνοντας τη μητέρα να γίνεται αγχώδης σχεδόν εμμονική αναφορικά με το παιδί και την ασφάλειά του, ενώ συγχρόνως ανησυχεί για πράγματα και παραμέτρους που τεχνικά είναι αδύνατο να ελέγξει. Παράλληλα με όλη αυτή την ορμονική ένταση, η οκυτοκίνη και η ντοπαμίνη, επίσης εκρήγνυνται προσπαθώντας να εγκαταστήσουν και να ενισχύσουν τη σύνδεση μητέρας-παιδιού. Η εξισορρόπηση των ορμονών παίρνει καιρό, υπό συνθήκες μπορεί να πάρει και χρόνια κι εξαρτάται και από την ιδιοσυγκρασία της ίδιας της μαμάς αλλά και από τις συνθήκες.
Κι ενώ οι ορμόνες δίνουν τη δική τους μάχη, το συναίσθημα ξεχειλίζει και η νευροφυσιολογία ψάχνει τις συνάψεις στους μητρικούς εγκεφάλους, η μητέρα παραμένει άνθρωπος. Με ανάγκες σε ύπνο, διατροφή, μπάνιο αλλά και γυμναστική, δουλειά, έρωτα, να διαβάσει το βιβλίο της, να ψωνίσει και τόσα πολλά άλλα. Ανάγκες που δεν έχουν προβλεφθεί στο μοντέλο της διαφήμισης, ανάγκες που υποτιμούνται μπροστά στο θησαυρό της νέας ζωής- που κανείς δεν αμφισβητεί αλλά κανένα παιδί δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει μαγικό σφουγγαράκι που θα σβήσει την έννοια «άνθρωπος» μέσα από τη μαμά του.
Στο σημείο αυτό, έρχεται η Alexandra Sacks, με το έργο, τις ομιλίες και τα βιβλία της, σε μια προσπάθεια να βάλει λίγο τα πράγματα στη θέση τους. Εντοπίζει και προτείνει τα βασικά σημεία που χρειάζεται κάθε νέα μητέρα να γνωρίζει στην προσπάθειά της να ισορροπήσει το νέο της ρόλο με τον άνθρωπο που υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει μέσα της. Κάθε νέα μητέρα, λοιπόν, χρειάζεται να έχει ρεαλιστικές προσδοκίες ως προς τη νέα της ζωή, να αναγνωρίζει ότι θα γίνουν αλλαγές μα να ξέρει ότι μέσα από αυτές κάτι χάνει και κάτι κερδίζει. Παράλληλα είναι καθοριστικής σημασίας να έχει ένα υποστηρικτικό δίκτυο δύο επιπέδων. Αφενός εκείνους που θα της προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια σε καθημερινά θέματα π.χ. ψώνια, αφετέρου εκείνους που θα παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη τις στιγμές κούρασης, κρίσης, εξάντλησης. Είναι σημαντικό για κάθε μητέρα να υπάρχει κάποιος που να μπορεί να την ακούσει. Τέλος, με κάποιο μαγικό αλλά απαραίτητο τρόπο, χρειάζεται αν έχει χρόνο για τον εαυτό της. Έστω κι αν αυτός είναι λίγος, η αξία του είναι καθοριστική και η σημασία του δεν πρέπει να υποτιμάται.
Η αλλαγή από άνθρωπος χωρίς παιδιά σε άνθρωπος με παιδιά είναι τόσο καταλυτική που τροποποιεί την κοινωνική ταυτότητα του ατόμου που την υφίσταται. Η άποψη ότι μια γυναίκα που έχει παιδί είναι αυτομάτως ευτυχισμένη και πρέπει να μηδενίσει τις ανάγκες της, είναι παρωχημένη και επιστημονικά δεν ευσταθεί. Κάθε μανούλα δικαιούται να ξέρει και να θυμάται ότι μπορεί να αγαπά το μωρό της, να το λατρεύει, να ζει για εκείνο, αλλά να μην της αρέσει η μητρότητα κάθε στιγμή ούτε σε όλες τις μορφές της.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου