Θυμός. Συναίσθημα έντονο και κατακλυσμιαίο. Διαφόρων χρωματισμών· από κόκκινο της φωτιάς, σαν τις φλόγες που πετάνε τα μάτια του θυμωμένου, ως πράσινο σαν το τερατάκι που εκρήγνυται από τα νεύρα. Συχνά καταλήγει ανεξέλεγκτο και με φόρα και κατεύθυνση χιονοστιβάδας παρασύρει στο πέρασμά του γλώσσα που δεν ξέρει τι λέει, μυαλό που παύει να σκέφτεται και σχέσεις και συναισθήματα που γίνονται έρμαια και λιώνουν στο πέρασμά της.
Η στιγμή του θυμού είναι η στιγμή που κάθε επαφή με τη λογική παραμερίζει για να περάσει το μέγα συναίσθημα, αυτό που είναι ικανό όλα να τα σαρώσει. Είναι εκείνο που μετά το πέρασμά του μπορεί να αφήσει πίσω του διαλυμένες, ακόμα και σχέσεις ζωής. Αλήθεια, πόσες φορές μια θυμωμένη μας αντίδραση δε μας κόστισε, αν όχι σε ανθρώπινες σχέσεις, έστω σε στιγμές έντασης; Και σα να μην έφτανε αυτή του η παντοδυναμία, έχει ο θυμός ένα φίλο κολλητό, που μαζί οργανώνουν μύριες όσες ζαβολιές κι αυξάνουν τους μπελάδες. Είναι ο εγωισμός κι έρχεται να συμπληρώσει την καταστροφική επέλαση και να επιδεινώσει την κατάσταση. Στην ίδια παρέα, η ανεξέλεγκτη, ίσως και υστερική αντίδραση και η ορμητική μανία, που προστίθενται, ιδίως όταν ο απέναντί μας δε μας έχει απλ;vw θυμώσει αλλά και πληγώσει. Εκεί είναι που το στόμα γίνεται ασυγκράτητο, η ψυχική μας ισορροπία τίθεται σε κίνδυνο αλλά και η σχέση μας με το εν λόγω άτομο διακυβεύεται ισχυρά.
Σε μια στιγμή ηρεμίας, ωστόσο, πολύ μακριά από όσα περιγράψαμε παραπάνω, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν αξίζει πραγματικά όλο αυτό που περνάμε κάθε φορά που θυμώνουμε, αν μας ηρεμεί αυτό που περνάνε οι άλλοι από την έκρηξή μας, ακόμα κι αν είναι δίκαιη κι αν σε οποιοδήποτε επίπεδο είναι βοηθητικός για εμάς ο τρόπος της μανίας και του μένους, όταν πληγωνόμαστε. Θέλω να πω, πληγώνοντας τον απέναντί μας μάς περνά η δική μας πληγή; Μάλλον όχι. Καμιά πληγή δεν κλείνει πληγώνοντας. Κανένας τσακωμός δεν μπορεί να διαγράψει όσα μας πλήγωσαν. Ίσως είναι, λοιπόν, καλή στιγμή να σκεφτούμε τα πράγματα λιγάκι αλλιώς. Τώρα, που είμαστε ήρεμοι και ψύχραιμοι. Να βρούμε τρόπους και να οργανώσουμε στρατηγικές διαχείρισης για τις φορές που οι γύρω μας μάς πληγώνουν.
Τι έχουμε να κερδίσουμε; Κάτι από την ηρεμία μας, την προστασία σχέσεων που πραγματικά αξίζουν και την ελπίδα ότι τηρώντας τη νέα μας στάση, αντίστοιχο γεγονός με αυτό που μας πλήγωσε δε θα ξανασυμβεί. Δεν είναι και λίγα! Αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε. Άλλωστε, σύμφωνα με τη μελέτη της Laura Gerrero και της ομάδας της, η επικοινωνία των συναισθημάτων μας και η ενημέρωση γι’ αυτά των άμεσα ενδιαφερόμενων, είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε πιο ικανοποιητικές, ισορροπημένες και λειτουργικές σχέσεις.
Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι η ικανοποίηση που προκύπτει από μια τέτοια προσέγγιση, όπως σε πρόσφατη μελέτη διαπιστώνει η ψυχολόγος, ειδική σε θέματα σχέσεων, Monica Kojic, βελτιώνει την ποιότητα της σχέσης για όλους τους εμπλεκόμενους σε αυτή, γεγονός, μάλιστα, που δεν εξαρτάται από το φύλο των ατόμων της σχέσης. Άντρες και γυναίκες, λοιπόν, χρειαζόμαστε έναν πιο λειτουργικό τρόπο επίλυσης των ζητημάτων και διαχείρισης των προβλημάτων που προκύπτουν από αυτές. Ένας τρόπος που θα συνοεδεύεται όχι από θυμό και μένος αλλά από συγκατάβαση κι αλληλοκατανόηση.
Για να επιτευχθεί αυτή η νέα προσέγγισή μας στην επίλυση ζητημάτων που μας έχουν πληγώσει, χρειάζεται να συνεργαστούν τρεις βασικοί συντελεστές.
Ο εαυτός μας. Ως αυτοί που θα κάνουμε το πρώτο βήμα στην προσωπική μας εξέλιξη, χρειάζεται να έχουμε αναγνωρίσει, περιγράψει και συνειδητοποιήσει τι είναι αυτό που μας ενόχλησε. Είναι η ίδια η συμπεριφορά ή/και το γεγονός; Μήπως το γεγονός συσχετίστηκε συνειδητά ή υποσυνείδητα με κάποιο άλλο; Μήπως μας δημιούργησε συνειρμούς κι εκεί βρίσκεται η βάση του εκνευρισμού μας; Κάποιες φορές η καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων μπορεί να βοηθήσει στο να καταλάβουμε τι ακριβώς μας ενόχλησε και γιατί. Όταν αναγνωρίσουμε την αιτία κι άρα γνωρίζουμε, είναι πιο εύκολο να το κάνουμε κατανοητό και στον συνομιλητή μας. Επίσης, χρήσιμο είναι να έχουμε και μια πρόταση ως προς το πώς θα ήταν προτιμότερο από εμάς να έχουν γίνει τα πράγματα. Τη δική μας, δηλαδή, εκδοχή με την οποία θα ήμασταν πιο ήρεμοι και σίγουρα όχι πληγωμένοι.
Ο άλλος. Αφορά, προφανώς, στο άλλο άτομο της όποιας σχέσης, φιλικής, ερωτικής, επαγγελματικής. Είναι καλή η στιγμή για εκείνον; Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την κατάσταση κανενός ανά πάσα στιγμή, καλύτερα είναι να έχουμε τη συγκατάθεσή του πριν ξεκινήσουμε να συζητάμε το ζήτημα που μας απασχολεί. Επιπλέον, χρειάζεται να γνωρίζουμε αν είναι έτοιμος να κάνει αυτή τη συζήτηση. Το γεγονός ότι εμείς είμαστε διαθέσιμοι δε σημαίνει ότι είναι και ο συνομιλητής μας. Χρειάζεται να του δώσουμε τον χρόνο του.
Τέλος, βασικό είναι να είναι έτοιμος να μας ακούσει. Για να συμβεί, βέβαια, αυτό, πρέπει και εμείς οι ίδιοι να βεβαιωθούμε ότι δεν εκτοξεύουμε κατηγορίες ούτε αναμασάμε τον τσακωμό. Δεν είμαστε αντίπαλοι σε αυτό. Είμαστε δυο άνθρωποι που θέλουν να βρουν μια λύση κι είναι αποφασισμένοι να προσπαθήσουν γι’ αυτή.
Οι συνθήκες. Εξωτερικές και εσωτερικές. Κι εδώ το timing παίζει σημαντικό ρόλο. Καταρχάς, λοιπόν, χρειάζεται να βρεθούμε στο ίδιο μέρος την ίδια στιγμή και με διάθεση επίλυσης του ζητήματος. Ως προς το μέρος της συζήτησης, ενίοτε το ουδέτερο έδαφος μπορεί να βοηθήσει, χρειάζεται, ωστόσο προσοχή γιατί μπορεί να γίνει αφορμή για διάσπαση κι αποπροσανατολισμό της συζήτησης. Όπως και να έχει, αυτό που είναι σημαντικό, είναι να είμαστε σε κοντινή απόσταση με τον συνομιλητή μας, να βρισκόμαστε δίπλα ή απέναντι. Η βλεμματική επαφή είναι απαραίτητη. Σημαντικό, επίσης, είναι να μειωθούν κατά το δυνατό οι παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν διακοπή της συζήτησης. Για παράδειγμα, τα κινητά μπορούν να είναι κλειστά, η τηλεόραση, επίσης, κλειστή. Συγχρόνως, χρειάζεται και οι δύο εμπλεκόμενοι να είναι έτοιμοι να διακόψουν τη συζήτηση την πρώτη στιγμή που θα δημιουργηθεί ένταση. Ο στόχος είναι το όποιο θέμα να επιλυθεί ήρεμα κι αποτελεσματικά εξ ου και κάθε ένταση πρέπει να σταματά ακόμα κι αν χρειάζεται να διακοπεί η συζήτηση για λίγο, ή για περισσότερο.
Η ουσία όλης αυτής της διαχείρισης είναι μία. Να γίνει κατανοητό στον συνομιλητή μας αλλά και σε εμάς, το τι μας πλήγωσε, να μεταφερθεί το συναίσθημα που μας δημιουργήθηκε στον άνθρωπο που ευθύνεται γι’ αυτό και να προτείνουμε άλλους τρόπους προσέγγισης που θα μπορούσαν να είναι πιο βοηθητικοί για εμάς, σε αυτή ή σε αντίστοιχες καταστάσεις. Μέσα από όλες αυτές τις διεργασίες, στόχος είναι να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας φροντίζοντας συγχρόνως τον εαυτό μας και τα συναισθήματά του.
Κι ας θυμόμαστε πως το σώμα, όπως και το μυαλό έχει από φυσικού του την τάση να γιατρεύει τις πληγές. Στην αρχή πονάει λίγο, μα περνάει, αρκεί να φροντίσουμε κι εμείς να μην το κοπανάμε κάθε μέρα εκ νέου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου