Τα όνειρα της Κυριακής κοστίζουν ακριβά. Στην κυριολεξία. Και μετριούνται σε ζωές. 15000 τουλάχιστον οι καταγεγραμμένοι θάνατοι από εργατικά ατυχήματα κατά την προετοιμασία των εγκαταστάσεων για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 2022 στο Κατάρ.

Χρήματα, αίγλη, χλιδή. Χολιγουντιανός αέρας στις μεταδόσεις, πανηγυρισμοί με εικόνες που κάνουν το γύρω του πλανήτη, διεθνής φήμη, οικονομική ανάκαμψη. Τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα κι επικεντρωμένα σε μια στρογγυλή μπάλα, τη γνωστή «θεά». Και μια ολόκληρη βιομηχανία στημένη γύρω από αυτό. Από τηλεοπτικές διαφημίσεις και στοιχήματα ως μπλουζάκια, ποτήρια κι άλλα αναμνηστικά. Η συγκέντρωση στα σπίτια ή στα μαγαζιά για να δούμε τον αγώνα. Τα εισιτήρια με προορισμό κάποιο από τα γήπεδα για ζωντανή παρακολούθηση για κάποιους από τους πιο τυχερούς.

Μια χώρα που ζει κι αναπνέει για να αποδείξει στον πλανήτη ότι μπορεί να λάμψει. Ένας πλανήτης που προσποιείται ότι το πιστεύει. Ακόμα κι αν χρειαστεί να το κάνει κρατώντας την ανάσα του. Ακόμα κι αν χρειαστεί να το κάνει χάνοντας κάποιες από τις ανάσες του. 15.000. Τουλάχιστον. Άνθρωποι. Νεκροί κατά την κατασκευή των έργων. Από ατυχήματα εργατικά λόγω ελλιπών συνθηκών ασφαλείας, ελλιπούς ύπνου. Γιατί, το ξέρουμε πια καλά, ότι όταν κάποιος κάνει συνεχόμενες βάρδιες ή υπερωρίες χωρίς το απαιτούμενο κενό, ο κίνδυνος να κάνει κάποιο λάθος αυξάνεται. Και πολλές φορές αυτό το λάθος μπορεί να είναι μοιραίο.

Σύμφωνα με έρευνα του 2017 των Πανεπιστημίων UCLA και του Τελ Αβίβ , ο εγκέφαλος ενός ανθρώπου που δεν έχει ξεκουραστεί και δεν έχει κοιμηθεί, είναι θολωμένος. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τους ερευνητές, προσομοιάζει την αστάθεια ενός ατόμου που έχει μεθύσει. Κι αυτό έχει προφανείς και πολύ επικίνδυνες συνέπειες για το άτομο που του συμβαίνει κάτι τέτοιο αλλά και για τους γύρω του. Αν εργαζόσασταν σε ένα εργοτάξιο θα θέλατε ο χειριστής της νταλίκας μπροστά σας να είναι μεθυσμένος;

Αλήθεια, αφού είναι τόσο επικίνδυνο, αφού ακόμα κι αν κάποιος δε γνωρίζει μια έρευνα πίσω από αυτό, γνωρίζει βιωματικά ότι όταν είναι κουρασμένος δεν αποδίδει το ίδιο, γιατί συνεχίζει κανείς να το κάνει; Μα γιατί δεν είναι επιλογή του, είναι η απάντηση. Γιατί κάποιος τον αναγκάζει. Είτε είναι κάποιος ανώτερος στην ιεραρχία είτε ο ίδιος του ο εαυτός που τον πιέζει εν όψει κάποιου deadline είτε η πρόοδος μιας εργασίας που δεν επιτρέπεται να καθυστερήσει κ.ο.κ. Οι δικαιολογίες πολλές.

Στην περίπτωση που συζητάμε, ο χρόνος που πιέζει για την έναρξη του γεγονότος παγκόσμιας εμβέλειας. Ενός γεγονότος που κανείς δε θα θέλει να χάσει. Ενός γεγονότος που θα έχει όλα τα βλέμματα πάνω του. Όλα; Εκτός από μερικά. Μεταξύ τους ο Eric Cantona, που δήλωσε ότι δε θα το παρακολουθήσει. Πώς μπορεί, άλλωστε, να πανηγυρίσει κανείς σε μια γιορτή που δεν είναι γιορτή. Που φέρνει πίσω τις εκατόμβες νεκρών.

Κι, όμως, το ζήτημα που τίθεται εδώ δεν είναι οικονομικό. Φυσικά κι υπάρχει αυτή η διάσταση και παίζει και σημαντικό ρόλο. Όμως, το βασικό πρόβλημα δεν είναι καν αυτό. Πρόκειται για ζήτημα ουσίας. Αφορά το υπέρτατο όλων. Την ανθρώπινη ζωή. Και την ανοχή την οποία δείχνουμε, όλο και μεγαλύτερη, στην απώλεια και την υποτίμησή της. Την ευκολία με την οποία βρίσκουμε μια δικαιολογία για να χαθεί μια ζωή. Για να υποτιμηθεί και να εξευτελιστεί.

«Θυσιάστηκε δουλεύοντας υπερωρίες για να μπορέσει να μεγαλώσει τα παιδιά του» , «δυστυχώς η καταδίωξη κατέληξε με νεκρό» , «η ληστεία οδήγησε στο θάνατο του ενός από τους δράστες» και μύρια ακόμα παραδείγματα. Και μαζί τους τα τελείως ζοφερά «έχασε τη ζωή του στην προσπάθειά του να αλλάξει χώρα για να επιβιώσει», «σκοτώθηκε γιατί αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ερωτική επαφή». Όταν τα ακούει κανείς, όπως τα διαβάζει, έτσι στοιβαγμένα καθημερινά κι ασταμάτητα, σαν να έχουν συνεχή ροή, είναι μια γροθιά στο στομάχι. Γερή. Από αυτές που φέρνουν μια πικρίλα στο στόμα που λες πως δε θα περάσει ποτέ.

Κι, όμως, όχι μόνο περνάει αλλά η μέρα συνεχίζεται, η ζωή συνεχίζεται, η επόμενη αντίστοιχη είδηση έρχεται και περνάει. Και η πικρίλα γίνεται όλο και πιο ήπια. Τόσο πιο ήπια, που αν έχεις πολλές δουλειές μπορεί να μην προλάβεις καν να την αναγνωρίσεις πια. Και κάπως έτσι η απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής εξαιτίας ενός άλλου ανθρώπου, μιας επιλογής ενός άλλου, μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς, γίνεται, λες, αποδεκτή. Σχεδόν συνηθισμένη. «Συμβαίνουν αυτά» λες και προχωράς. «και τι μπορώ να κάνω» σκέφτεσαι και συνεχίζεις.

Και κάπως έτσι οι άνθρωποι γίναμε αριθμοί. Κάπως έτσι, περιγραφές που τα ονόματα καθενός δεν έχουν σημασία αλλά ο καθένας είναι ένα νούμερο, χάνοντας την αξία και το δικαίωμα ακόμα και του να γίνεται αναφορά σ’ αυτόν με το όνομά του, έφυγαν από τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας και μας πλησιάζουν απειλητικά, επικίνδυνα. Σχεδόν μας έφτασαν.

Τουλάχιστον 15000 νεκροί άνθρωποι. Χωρίς ονόματα. Αριθμός. Τεράστιος, αδιανόητος, χαοτικός αριθμός.

Αν αυτό δε φέρνει μια πικρή γεύση στο στόμα τότε κάτι γίνεται πολύ, μα πολύ λάθος. Κι είναι καιρός να κάνουμε κάτι να το σταματήσουμε. Να ξυπνήσουμε τον εαυτό μας για αρχή, τον διπλανό μας στη συνέχεια. Δεν είναι ταινία. Ούτε το επόμενο top 10 του Netflix. Είναι αυτό που συμβαίνει και συμβαίνει τώρα. Δίπλα μας. Μπροστά μας. Στον πλανήτη Γη. Εδώ που οι ανθρώπινες ζωές έχουν αρχίσει να χάνονται καθημερινά, όλο και πιο πολύ, για όλο και πιο ασήμαντους λόγους. Εδώ που έχουμε αρχίσει να μην το βλέπουμε, καθημερινά, όλο και πιο πολύ, για όλο και πιο ασήμαντους λόγους.

Τα όνειρα της Κυριακής ήταν πάντα αυτά που έσωζαν την παρτίδα της βδομάδας που ξεκινούσε. Είναι τόσο άδικο να κοστίζουν ακριβά για κάποιους. Είναι τόσο ανέφικτο να συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε ενώ κοιμόμαστε κι όταν ξυπνάμε να μην κάνουμε τίποτα για να μπορούμε και να συνεχίζουμε όλοι να ονειρευόμαστε. Είναι τόσο άδικο να κλείνουμε τα μάτια. Για εμάς. Για τους διπλανούς μας. Για τους επόμενους. Για όλους.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Καραχανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου