Όλοι μας έχουμε γυρίσει στο σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα απλά εξουθενωμένοι. Όλοι έχουμε γυρίσει θυμωμένοι, χαρούμενοι, θλιμμένοι, αγανακτισμένοι, πνιγμένοι, τέλος πάντων, σε κάποιο συναίσθημα. Καλώς ή κακώς οι άνθρωποι υπακούμε αθέλητα στο νόμο της δράσης-αντίδρασης. Ανταποκρινόμαστε σε εξωτερικά ερεθίσματα και δημιουργείται μέσα μας το συναίσθημα. Περίεργο πράγμα το συναίσθημα, δύσκολο να το ορίσεις και να το περιγράψεις, αδύνατο να το ελέγξεις. Είναι μια δύναμη ολέθρια που επηρεάζει ολότελα την ύπαρξή μας.
Όποιο κι αν είναι το συναίσθημα που γεννιέται μέσα μας, είναι αναγκαίο να εκφραστεί, να διοχετευθεί στο περιβάλλον μας. Η χωρητικότητα του ψυχικού μας δοχείου δυστυχώς είναι περιορισμένη και όταν υπερχειλίσει έχουμε αυτά τα ξεσπάσματα που οι γύρω μας δεν μπορούν να κατανοήσουν.
Ένας τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων είναι η γραφή. Αποτυπώνοντας συναισθήματα στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή μας δίνουμε διέξοδο στο συναίσθημα που προκλήθηκε από ένα γεγονός της ζωής μας, ευχάριστο ή δυσάρεστο. Το κείμενο που προκύπτει είναι εν ολίγοις ένα παράθυρο σε ό, τι έχει σημασία για μας. Είναι μια έκφραση που αποτελεί θεραπεία στο συναισθηματικό μας αδιέξοδο. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στη γραφή. Είναι εξωτερίκευση του εσωτερικού μας κόσμου, είναι σαν να ανοίγουμε φιλόξενα την πόρτα της καρδιάς μας για να μπουν όσοι θέλουν και να ταυτιστούν, να νιώσουν όπως εμείς. Με τη γραφή οπτικοποιούμε την εμπειρία που μας προξένησε το συναίσθημα, τη βλέπουμε από διαφορετική σκοπιά και καθιστούμε την επήρεια της περισσότερο διαχειρίσιμη. Δεν μπορείς να κρυφτείς από το χαρτί. Εκφράζεις πάνω του μια αλήθεια, ένα συναίσθημα που σου προκάλεσε κάποιος τρίτος. Το έχει πει άλλωστε και ο Σεφέρης. «Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, τη δική σου φωνή, όχι εκείνη που σ’ αρέσει∙»
Όμως, τα κείμενα που θα προκύψουν, είναι αποτέλεσμα ερεθίσματος που μας δόθηκε από κάποιον, σημαντικό στη ζωή μας. Επομένως, εκτός από τα άτομα που θα τα διαβάσουν και θα ταυτιστούν μαζί μας, σίγουρα επιθυμούμε, ένας συγκεκριμένος αναγνώστης, που είναι και η έμπνευσή μας, να το διαβάσει και να αντιδράσει. Δε γράφουμε μόνο για να εξομολογηθούμε το συναίσθημα που μας κατακλύζει. Σίγουρα δε μας αρκεί να το εξωτερικεύσουμε χωρίς να λάβουμε μια αντίδραση. Κάθε λέξη που εντάσσουμε είναι φορτισμένη με μια εικόνα, με έναν ήχο, με μια πράξη του άλλου, που υπήρξε γενετήσια δύναμη που έπλασε τη σκέψη μας και την έπλεξε σε κείμενο.
Επιζητούμε υποσυνείδητα ή και εν γνώσει μας ένα σχόλιο, μια απάντηση, ένα μήνυμα που θα μας καταστήσει ξεκάθαρο πλέον, ότι ό, τι κατορθώσαμε να μεταφέρουμε μέσω του κειμένου μας επέτυχε έναν σκοπό. Ότι καταφέραμε μέσα από τις φράσεις μας να περιγράψουμε συναισθήματα περίπλοκα που ως τότε κρατούσαμε μέσα μας, μην ξέροντας πώς να τα φωνάξουμε στον άλλο.
Τι πιο δυνατό από ένα ειλικρινές, αυθόρμητο κείμενο, γραμμένο με την πένα της ψυχής; Φανταζόμαστε στο μυαλό μας τα μάτια του άλλου να τρέχουν πάνω στις αράδες μας και ελπίζουμε εκείνες να τρυπώνουν στο κεφάλι του και με μικρές εκρήξεις να κάνουν συνδέσεις αδιάσπαστες που θα τον οδηγήσουν να απαντήσει. Δε γεμίζουμε σελίδες επί σελίδων με εγωιστικούς μονολόγους. Το κείμενό μας είναι μια δήλωση, δηλώνουμε παρόντες συναισθηματικά και προσδοκούμε να λάβουμε τις απαντήσεις που πλάθουμε καθώς το γράφουμε. Το κείμενό μας βρίσκεται εκεί, γιατί η διαίσθησή μας, λέει πως εσύ ξεχωριστέ αναγνώστη θα το διαβάσεις και θα απαντήσεις.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα πέσεις πάνω ένα κείμενο που θα σου δημιουργήσει τις προαναφερθείσες συνδέσεις και θα σε κάνει να βλέπεις μπροστά σου εικόνες ζωντανές και πραγματικές, απάντησε. Όχι από ευγένεια, όχι για να πλέξεις κάποιο εγκώμιο. Απάντησε γιατί κάποιος περιμένει με αγωνία στην άλλη άκρη της οθόνης.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου