Ο έρωτας είναι το πιο πνευματικό και το πιο σαρκικό συναίσθημα. Είναι λατρεία κι εθισμός σε έναν άνθρωπο, στο βλέμμα του, στη μυρωδιά και στο άγγιγμά του. Είναι τρέλα κι ευτυχία. Να βλέπεις τον άνθρωπό σου και να λάμπεις. Να χαμογελάς και μόνο στη σκέψη του.
Ο έρωτας είναι όλα αυτά κι άλλα πολλά ακόμη. Μα πώς πλημμυρίζουμε με έρωτα; Είναι ο θεός Έρως που τοξοβολεί κι όταν πληγώσει δύο με τα βέλη του, εκείνοι ερωτεύονται παράφορα; Ρομαντική η απάντηση που είχαν δώσει οι αρχαίοι, μα η επιστήμη έχει δώσει μία πιο ρεαλιστική. Ο έρωτας είναι χημεία, είναι ένα ψυχοβιολογικό φαινόμενο με αρχή, κορύφωση και τέλος.
Σε πρώτη φάση βιώνουμε τη σεξουαλική επιθυμία και την έλξη. Οι σεξουαλικές ορμόνες, η τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα ενεργοποιούν την ερωτική επιθυμία και κινητοποιούν τον άνθρωπο σε ένα διαρκές ερωτικό κυνήγι αναζήτησης συντρόφου. Η τεστοστερόνη συναντάται στους άνδρες αλλά και στις γυναίκες σε μικρότερες ποσότητες, όπου και μεταβολίζεται άμεσα σε οιστρογόνα.
Η έλξη προς συγκεκριμένο πρόσωπο σχετίζεται με πλήθος πολιτισμικών παραγόντων, μα κυρίαρχο ρόλο παίζουν κι οι αισθητήριες ενδείξεις, όπως το άγγιγμα, το πώς ηχούν όσα λέει στ’ αφτιά μας και κυρίως η μυρωδιά. Πιο συγκεκριμένα, οι φερομόνες είναι χημικά μόρια που εκπέμπει το ανθρώπινο σώμα κι υπαγορεύουν τη συμπεριφορά μας. Παρότι δεν μπορούμε συνειδητά να τις μυρίσουμε, εισέρχονται μέσω του οσφρητικού συστήματος στον εγκέφαλο και καθιστούν κάποιον ελκυστικό για εμάς. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούμε κολόνιες κι αρώματα, όχι επειδή απλώς μυρίζουν ωραία, αλλά κι επειδή περιέχουν παράγωγα φερομονών κι έτσι γινόμαστε πιο ελκυστικοί.
Σαν επόμενο βήμα ο εγκέφαλός μας χρησιμοποιεί το χημικό οπλοστάσιό του για να εστιάσουμε την προσοχή μας στον «ένα» ή στη «μία». Αν θέλαμε να του δώσουμε έναν τίτλο, θα μπορούσε να δανειστεί αυτόν της ταινίας «Έρωτας κι άλλα ναρκωτικά/Έρωτας σαν ναρκωτικό» (Love and other drugs). Κι αυτό γιατί ο έρωτας κι η χρήση ναρκωτικών επιδρούν με τον ίδιο τρόπο στον ανθρώπινο εγκέφαλο, καθώς κι οι δύο συνθήκες προκαλούν έκλυση ντοπαμίνης.
Η ντοπαμίνη παράγεται όταν κάνουμε κάτι το οποίο μας προκαλεί άκρατη ευχαρίστηση κι εκρήγνυται στην περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με την επιβράβευση και τα κίνητρα, με αποτέλεσμα τον εθισμό. Γι’ αυτό και στους ερωτευμένους παρατηρούμε αυξημένη ενεργητικότητα, απώλεια ύπνου, ευφορία, εμμονή κι άγχος, όπως κι αίσθημα στέρησης, όταν λείπει αυτός ή αυτή που ποθούμε.
Ταυτόχρονα, παρατηρείται αύξηση της αδρεναλίνης και της κορτιζόλης. Ο οργανισμός τίθεται σε μια κατάσταση «μείνε ή φύγε», που νευροφυσιολογικά παρουσιάζεται με ενδείξεις παρόμοιες με εκείνες του άγχους. Η καρδιά μας χτυπά δυνατά, ιδρώνουμε και στεγνώνει το στόμα μας όταν συναντάμε το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει. Κι όμως, το άγχος αυτό είναι ένα καλό άγχος, γιατί χρησιμεύει για τη διέγερση του σώματος κι είναι απαραίτητο για τη σεξουαλική επαφή. Κολπάκια της φύσης, βλέπεις, για να εξελιχθεί το είδος μας.
Στο στάδιο αυτό, επίσης, μειώνεται δραματικά η σεροτονίνη, σε ποσοστό έως και 40%. Πάλι καλά που αυξάνεται η ντοπαμίνη, δηλαδή, γιατί ο έρωτας θα ήταν συνώνυμο της κατάθλιψης! Η έλλειψη αυτή της σεροτονίνης είναι τόση σχεδόν όση περίπου και στα άτομα με ιδεοψυχαναγκατσική διαταραχή κι, επομένως, η μειωμένη σεροτονίνη είναι ο λόγος που το αντικείμενο του πόθου μας στοιχειώνει τις σκέψεις μας, μας γίνεται εμμονή.
Τέλος, η ΡΕΑ (φαινυλαιθυλαμίνη) με παρενέργειες παρόμοιες με της ντοπαμίνης, προκαλεί ένα γενικό αίσθημα ευφορίας, καθότι λειτουργεί ως φυσική αμφεταμίνη (έχει δράση σαν εκείνη της κοκαΐνης με άλλα λόγια), ερεθίζοντας τον εγκέφαλο, μεταμορφώνοντας τις αισθήσεις κι, ίσως, όπως συχνά περιγράφουν κι οι ερωτευμένοι, διαστρεβλώνοντας την αίσθηση της πραγματικότητας!
Η έκλυση όλων αυτών των ορμονών συμβαίνει για να εξασφαλιστεί ότι θα μείνουμε με ένα σύντροφο αρκετό καιρό μαζί, κι αυτό για το καλό των απογόνων. Μα τα αποτελέσματά τους, καταχρηστικά χρησιμοποιώντας τον όρο, κάνουν τον έρωτα να μοιάζει με μανία. Φυσικά, ο οργανισμός δεν μπορεί να αντέξει να λειτουργεί επ’ άπειρον σε τέτοιες συνθήκες κι, επιπλέον, από ένα σημείο κι έπειτα συνηθίζει τις ουσίες αυτές. Θεωρείται, λοιπόν, πως ο έρωτας μπορεί να διαρκέσει έως 18 μήνες ή το πολύ έως και 3 ή 4 χρόνια. Ο έρωτας, λοιπόν, τελειώνει. Και μετά τι;
Μετά έρχεται είτε το οριστικό τέλος της σχέσης είτε η συντροφική αγάπη ή, αλλιώς, προσκόλληση. Ας μιλήσουμε για το ιδανικότερο τέλος. Τι είναι η συντροφική αγάπη; Μια σχέση πιο στενή, με μεγαλύτερη δέσμευση κι οικειότητα, μια αγάπη που μας δένει για πάντα αλλά και πολύ λιγότερο πάθος. Πώς φτάνει κάνεις σε αυτή; Παρά το γεγονός πως οι αλλαγές στη χημική σύσταση του εγκεφάλου μας δεν είναι μόνιμες, αν η σχέση συνεχιστεί, αυξάνεται η ποσότητα των ορμονών «ωκυτοκίνη» και «βαζοπρεσσίνη», που σχετίζονται με το συναίσθημα οικειότητας και τρυφερότητας που νιώθει ένα ερωτευμένο ζευγάρι.
Αναλυτικότερα, η ωκυτοκίνη εκλύεται άμεσα με το άγγιγμα ή ακόμα κι από παρατεταμένη πνευματική επαφή σε ερωτικές ή άλλες σχέσεις κι έτσι παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη στενού δεσμού, γι’ αυτό κι αποκαλείται συχνά «η ορμόνη της θωπείας». Είναι μία ισχυρή ορμόνη που εκλύεται και στα δύο φύλα κατά τη διάρκεια του οργασμού κι ενισχύει το αίσθημα της σύνδεσης, της εγγύτητας, της οικειότητας και της στοργής που δημιουργείται ανάμεσα στο ζευγάρι∙ όσο πιο συχνή είναι η σεξουαλική συνεύρεση στο ζευγάρι τόσο μεγαλύτερη η έκλυση ωκυτοκίνης, επομένως κι η ανάπτυξη ενός ισχυρότερου δεσίματος μεταξύ τους!
Εκτός της ωκυτοκίνης, κατά τη διάρκεια (ή λίγο έπειτα) της σεξουαλικής πράξης συμβαίνει στη γυναίκα έκλυση βασοπρεσσίνης, η οποία κατόπιν συλλαμβάνεται απ’ τον άνδρα μέσω ειδικών υποδοχέων, δίνοντάς του αίσθημα πληρότητας κι ικανοποίησης. Η ορμόνη αυτή αυξάνει την αφοσίωση του ενός ατόμου στο άλλο κι ενισχύει την τάση τους να προστατεύουν τον σύντροφό τους από άλλους επίδοξους διεκδικητές. Έτσι, η βασοπρεσσίνη φέρεται να θεμελιώνει την πίστη ενισχύοντας τη μακροπρόθεσμη δέσμευση του ζευγαριού.
Καταλήγοντας, φαίνεται πως ο έρωτας δεν είναι άλλο παρά ένα κοκτέιλ, όχι ποτών, μα ορμονών. Το πιο μεθυστικό, το πιο εθιστικό, το πιο γευστικό και συναρπαστικό κοκτέιλ που μπορείς να γευτείς. Εις υγείαν!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη