Δεν είναι σπάνιο και μπορεί στον καθένα μας να συμβεί να ερμηνεύσουμε λάθος τα σήματα που λαμβάνουμε και να θεωρήσουμε πως ένα πρόσωπο τρέφει ερωτικό ενδιαφέρον για εμάς. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις που αυτό μπορεί να πάρει διαστάσεις εμμονής. Αναφέρομαι σε ανθρώπους που πάσχουν από το ψυχική διαταραχή της «ερωτομανίας» ή, όπως αλλιώς ονομάζεται, το σύνδρομο Clerambault -από το Γάλλο ψυχίατρο που πρώτος το διέγνωσε-, μια αρκετά σπάνια ψυχική νόσο, που συνηθέστερη φαίνεται να προσβάλλει το γυναικείο φύλο. Κάνοντας λόγο, λοιπόν, για ένα άτομο με αυτή τη διαταραχή περιγράφουμε στην ουσία μια αυταπάτη που δημιουργείται σε ένα άτομο, όταν πιστεύει ότι ένα άλλο είναι ερωτευμένο μαζί του, παρ’ ότι συνήθως υπάρχουν στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Αναλυτικότερα, η ερωτομανία πρόκειται για μια εμμονή προς ένα πρόσωπο, η όποια διαρκεί πολλές φορές πολύ περισσότερο από έναν πραγματικό έρωτα, κι όσο αυτή διαρκεί το άτομο αντιστρέφει το δικό του «πάθος» ως ενδιαφέρον του άλλου ατόμου προς το πρόσωπό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η διαταραχή υφίσταται ως μια αποφασιστική και παραληρητική πεποίθηση του ασθενή ότι ένα άλλο πρόσωπο είναι ερωτευμένο μαζί του ή αλλιώς, ως η νοητή δημιουργία μιας ερωτικής σχέσης που στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη. Έτσι ο πάσχων οδηγείται σε συμπεριφορά που περιλαμβάνει επίμονες προσπάθειες για την επαφή μέσω της παρακολούθησης, της γραπτής επικοινωνίας και άλλων ενοχλητικών συμπεριφορών προς το πρόσωπο που θεωρεί ότι τον διεκδικεί.
Να σημειωθεί πως γύρω στο 10% των stalker παγκοσμίως πάσχουν από ερωτομανία. Ένας ερωτομανής μπορεί ακόμα να θέσει και σε κίνδυνο τον -δήθεν- θαυμαστή του, ώστε να του φανεί ο ίδιος χρήσιμος σώζοντάς τον. Επιπλέον, μπορεί να πιστεύει πως το άτομο εκείνο στέλνει μυστικά, προσωπικά κι επιβεβαιωτικά της αγάπης του μηνύματα. Είναι σημαντικό πως ακόμα κι αν το άτομο, που θεωρεί ότι είναι ερωτευμένο μαζί του, δηλώσει σαφώς, με λόγια ή και δραστικές πράξεις όπως περιοριστικά μέτρα, πως δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα, ο πάσχων θα συνεχίσει να διατηρεί την αρχική του πεποίθηση, πιστεύοντας μάλιστα πως η άρνηση αυτή πρόκειται απλά για μια προσπάθεια του – υποτιθέμενου- ερωτευμένου να κρύψει τα συναισθήματά του.
Ένα άτομο με ερωτομανία δεν εμφανίζει εξαρχής τη διεκδικητική, θα λέγαμε, συμπεριφορά που περιγράφηκε παραπάνω. Θεωρείται πως η διαταραχή ξεδιπλώνεται σε στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι της αναμονής, κατά το οποίο ο ασθενής περιμένει τον «θαυμαστή» του να εκδηλωθεί. Είναι πιθανό το διάστημα αυτό να διαρκέσει μέχρι και χρόνια. Υπολογίζουμε ως δεύτερο στάδιο την φάση κατά την οποία ο ασθενής αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι ο «θαυμαστής» του δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά του εν τέλει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο πάσχων να εμφανίζει τάσεις αυτοκτονίας και να πέφτει σε κατάθλιψη. Ως τελικό στάδιο λαμβάνουμε εκείνο στη διάρκεια του οποίου ο ασθενής αρχίζει να γίνεται επιθετικός ακόμη και σε τρίτους, θεωρώντας ότι τα τρίτα πρόσωπα στέκονται εμπόδιο στην επιτυχία και στην ευτυχία τους.
Αξίζει να ειπωθεί πως το άτομο που, όπως καταχρηστικά θα λέγαμε, επιλέγει ένας ερωτομανής ως υποκείμενο που είναι ερωτευμένο με τον ίδιο παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Συνήθως, αρχικά πρόκειται για μη γνωστό του πρόσωπο ή για ένα άτομο που μόλις έχει γνωρίσει και το πιο συχνά είναι ένα άτομο υψηλότερου κοινωνικού status. Συχνότατα επίσης, πρόκειται για άτομο μεγαλύτερης ηλικίας. Όπως εύκολα καταλαβαίνουμε, διάσημες προσωπικότητες είναι ένας συχνότατος «στόχος» των ανθρώπων με αυτή τη διαταραχή. Για παράδειγμα είναι γνωστή η περίπτωση της Madonna, όπου ένας ερωτομανής, πεπεισμένος πως εκείνη ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του, την παρακολουθούσε στενά και την παρενοχλούσε και παρότι έφτασε μέχρι και να φυλακιστεί δέκα χρόνια γι’ αυτό, η εμμονή του δεν υποχώρησε.
Η ερωτομανία πρόκειται για έναν τύπο παραληρητικής διαταραχής. Φυσικά, τα γενετικά στοιχεία ενός ανθρώπου μπορούν να συμβάλουν στην εμφάνισή της, ωστόσο μπορεί να προκληθεί και εξαιτίας επίκτητων δεδομένων. Αφενός, Μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι παραληρητικές ιδέες μπορεί να αναπτυχθούν ως ένας τρόπος αντιμετώπισης ακραίων καταστάσεων ή τραυματισμών. Αφετέρου, κάποιες αναφορές περιστατικών έχουν δείξει ότι τα social media θα μπορούσαν να επιδεινώσουν ή ακόμα και να προκαλέσουν παραληρητικές πεποιθήσεις που συνδέονται με την ερωτομανία. Τα κοινωνικά μέσα εξαλείφουν μερικούς από τους φραγμούς μεταξύ άγνωστων ανθρώπων και μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν για να παρατηρήσουν, να έρθουν σε επαφή, να περπατήσουν και να παρενοχλήσουν με άλλο τρόπο ανθρώπους που προηγουμένως ήταν εντελώς απρόσιτοι. Οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι γεγονός πως μειώνουν την ιδιωτικότητα κι αυτό μπορεί να καταστήσει πολύ πιο εύκολη τις πρακτικές ενός ερωτομανούς.
Τέλος, σε ό, τι αφορά την αντιμετώπισή της ερωτομανίας, αυτή είναι κάπως ιδιαίτερη καθώς η αδυναμία του ασθενούς να δει την πραγματικότητα στέκεται εμπόδιο στη θεραπεία. Στόχος πάντα, όμως, είναι το άτομο να προσαρμόζεται και να αποκτά ει δυνατόν λειτουργική συμπεριφορά, κοινωνικές δεξιότητες και να μειώνεται η επικινδυνότητα της συμπεριφοράς τόσο για τον ίδιο τον πάσχοντα όσο και για τους άλλους. Στόχος είναι μια καλή ποιότητα ζωής για το άτομο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου