Η άποψη που έχει ο καθένας μας για τον εαυτό του, περισσότερο ή λιγότερο, καλώς ή κακώς επηρεάζεται από τη γνώμη των άλλων για εμάς. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που ετοιμαζόμαστε να δοκιμάσουμε κάτι νέο ή να παλέψουμε για έναν καινούργιο στόχο, όση σιγουριά κι αν μας διακατέχει αρχικά, οι γνώμες τρίτων μπορούν να αποβούν μοιραίες. Ένας και μόνο να βρεθεί να μας πει «δεν είναι για σένα αυτό που πας να κάνεις», σαν το χαλίκι που μπαίνει στο παπούτσι και δε σε αφήνει να περπατήσεις ανώδυνα, έτσι ενοχλητικά θα στοιχειώσει η γνώμη του τη σκέψη μας μήπως θα ήταν καλύτερα να μην προσπαθήσουμε, εφόσον είναι πιθανότατο να αποτύχουμε.
Κάπου εκεί θα έρθει μια άλλη φωνούλα, αυτή ενός ανθρώπου που μας αγαπά και πιστεύει σ’ εμάς ή εκείνη του εγωισμού μας και θα μας πει την αρκετά ελκυστική φράση «καν’ το για να αποδείξεις τι μπορείς σε όλους εκείνους που σε αμφισβήτησαν». “Challenge accepted!” θα πούμε δυναμικά, θα πεισμώσουμε και θα βάλουμε τα δυνατά μας για να πάρουμε το αίμα μας πίσω. Φυσικά, η απόφασή μας να παλέψουμε ακόμα κι αν αμφιβάλουμε για την έκβαση της προσπάθειάς μας μόνο επαίνους αξίζει να αποσπάσει. Γιατί προφανώς καλύτερα να μετανιώσεις για το χρόνο που σπατάλησες για μια αποτυχημένη υπόθεση, που λέει ο λόγος, παρά να χτυπάς το κεφάλι σου που δεν μπήκες καν στη διαδικασία. Που και να αποτύχεις, εδώ που τα λέμε, έχεις κερδίσει τόσα στην πορεία που αυτό από μόνο του αποτελεί λόγο να δοκιμάζουμε οτιδήποτε κατεβάσει ο νους μας, ακόμα κι αν σύντομα τα παρατήσουμε.
Το κίνητρο που δόθηκε, δε, κρύβει πολλή αγάπη και στήριξη από πίσω του και ο σκοπός ήταν απόλυτα αθώος. Παράλληλα είναι και πολύ δελεαστικό, καθώς συνειδητά ή μη, το να μας έχουν οι άλλοι ψηλά και να έχουμε το θαυμασμό τους μας απασχολεί λίγο-πολύ όλους. Ωστόσο, αν όλο αυτό γίνει αυτοσκοπός, αν κάνουμε κάτι επειδή απλά πρέπει να αποδείξουμε ότι έχουμε τα εφόδια και τη δύναμη να το καταφέρουμε, τότε έχουμε σαφώς βγει από τον σωστό δρόμο. Ξεχνάμε τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους θέλουμε να αφιερώσουμε την ενέργειά μας στον συγκεκριμένο στόχο και μ’ αυτόν τον τρόπο κινδυνεύουμε από πολλές οπτικές.
Αρχικά, είναι πιθανό σε περίπτωση που δε θα λαμβάνουμε την ικανοποίηση και ό, τι άλλο περιμέναμε από την ενασχόλησή μας αυτή, να επιμένουμε εκεί απλά και μόνο για να μη φανούμε κατώτεροι των περιστάσεων. Κι όταν δεν υπάρχει πραγματική ευχαρίστηση από κάτι, τόσο πιο δύσκολο και κουραστικό φαντάζει να το διεκπεραιώσουμε. Ταυτόχρονα, η αυτοεκτίμησή μας παίρνει φθίνουσα πορεία κι ένα διαβολάκι τσιρίζει συνεχώς στο μυαλό μας πως δεν αξίζουμε και καλά κάνουν οι άλλοι να μην πιστεύουν σε μας. Και το μόνο που θα σκεφτόμαστε πια θα ‘ναι απλώς να μη φτάσουν αυτές οι πληροφορίες και σε εκείνους.
Επιπροσθέτως, με το να τοποθετούμε την έδρα της αυτογνωσίας μας έξω από εμάς, εύκολα μπορεί να πλήττει την αυτοεκτίμησή μας. Διότι, ακόμα κι αν φέρουμε εις πέρας με θρίαμβο την πρόκληση που δεχθήκαμε, είναι πολύ πιθανό να μην είμαστε βέβαιοι ότι η γνώμη των άλλων για εμάς έγινε θετικότερη. Γενικότερα, δε, ποτέ δε θα είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό που είμαστε, γιατί θα πιστεύουμε πως είναι πασιφανή τα μειονεκτήματά μας και θα πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να φτάσουμε να είμαστε τέλειοι. Μια τελειότητα που δε θα έρθει ποτέ. Και δυστυχείς θα κουβαλάμε έναν εαυτό ετεροπροσδιοριζόμενο και μη ποθητό -γιατί απλά δεν θα ‘ναι ο εαυτός του, παρά μια φιγούρα που προσπαθεί να ικανοποιήσει τις υποτιθέμενης απαιτήσεις των άλλων.
Αν με ρωτάς, λοιπόν, η ζωή αξίζει μόνο αν πεις ότι θα κάνεις ό, τι ακριβώς σε εκφράζει και σε κάνει να χαμογελάς, ότι έχει σημασία μόνο ό, τι σε γεμίζει εμπειρία και πως ο μόνος άνθρωπος που χρειάζεται να εντυπωσιάσεις και να προσπαθήσεις να του μοιάσει είναι ο εαυτός σου. Αν τα συνδυάσεις όλα αυτά, λοιπόν, θα δεις πως το να αποδείξεις σε κάποιον τρίτο ότι μπορείς, απλά κάνει τη ζωή σου πιο αγχωτική και σε βγάζει από το δρόμο της πραγματικής ευτυχίας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου