Όταν όλα βαίνουν καλώς σε μια σχέση ή ένα φλερτ, μεγαλύτερή μας ανασφάλεια είναι μήπως κάτι χαλάσει, ενώ εμείς ψηνόμαστε για τα καλά με την όλη φάση. Τρομάζουμε στην ιδέα να εμφανιστεί μια μέρα μπροστά μας το αμόρε δηλώνοντας ένα «ξενέρωσα» και να βάλει με το έτσι θέλω ένα στοπ στη μεταξύ μας επαφή.
Μία τέτοια μονομερής αλλαγή και επιβολή δεν μπορεί παρά δυσάρεστη και δύσκολη να είναι για εμάς. Πρώτα από όλα θα μας οδηγήσει σε μια συνθήκη που ούτε είχαμε προβλέψει μα ούτε και επιθυμούσαμε και θα ακυρώσει κάθε προσδοκία που είχαμε μέσα μας για τα μελλούμενα με το πρόσωπο αυτό. Φυσικά, θα καταρρακώσει και το «Εγώ» μας, καθώς θα προσβάλει σημαντικά την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθησή μας. Γιατί η σκέψη για το πώς προέκυψε αυτό το ξενέρωμα θα τριγυρίζει στο μυαλό μας, ψάχνοντας και εκμεταλλευόμενη κάθε πιθανή ευκαιρία να αποδώσει τις ευθύνες σε εμάς τους ίδιους. Πως δεν ήμασταν αρκετοί για να κρατήσουμε το πρόσωπο εκείνο στη ζωή μας. Πως δεν αξίζουμε να μας ερωτευθεί κανείς. Και μέσα σε όλα αυτά, το -πλεον- πρώην αμόρε, συνεχίζει να φαντάζει κελεπούρι στο μυαλό μας κι αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Από ‘κει και πέρα δύο και μοναδικές οι ευχές μας κι όποια θέλει ας πραγματοποιήσει το σύμπαν. Nα μετανιώσει την επιλογή του το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει και να γυρίσει πίσω στην αγκαλιά μας ή να γίνει το ξενέρωμα αμοιβαίο και να συνεχίσουμε απτόητοι τη ζωή μας. Διότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν ξέρω το όνομα της μοίρας αυτής που μας καταριέται, αλλά όσο κι αν προσπαθούμε να επικεντρωθούμε στα αρνητικά κάποιου που έχουμε καψουρευτεί, μας είναι πολύ δύσκολο να μείνουμε σε αυτά. Το αποτέλεσμα; Για καιρό ζούμε με τα φαντάσματα των πρώην στις ζωές μας.
Βέβαια, δεν είναι και σπάνιο γεγονός αυτοί που έφυγαν να επιστρέφουν. Οι ξενερωμένοι να εμφανίζονται ως μπερδεμένοι και λάθος και να ζητούν μια δεύτερη ευκαιρία να ‘χουν μια θέση στη ζωή μας. Τώρα βέβαια εγώ δε σου υπόσχομαι ότι αυτό γίνεται από εύνοια του σύμπαντος προς εμάς για να μη στεναχωριόμαστε. Να σου πως την αλήθεια, μου φαίνεται πιο ύπουλη η πράξη του. Αλλά τώρα μιλάει η λογική. Εκείνη την ώρα, το συναίσθημα θα επιβάλει τη γνώμη του και θα δεχθούμε πίσω το -επιτέλους πάλι νυν- αμόρε μας, με ανοιχτές αγκάλες.
Αν τώρα αυτό ήταν το τέλος της διήγησης, θα τα ‘λεγες κι απλά τα πράγματα. Μα πότε είναι απλή η ζωή; Αν δε σου ψήσει και κάμποσο το ψάρι στα χείλη κι αν το πάθημα δε σου γίνει μάθημα, δεν ησυχάζει. Η επιστροφή αυτή πολύ συχνά σηματοδοτεί την έναρξη ενός φαύλου κύκλου επιστροφών κι επαναπομακρύνσεων, πολλών σκοτσέζικων ντουζ, πολλών «θέλω» και «δε θέλω», πολλών «έτσι» και «γιουβέτσι». Με εμάς εκεί, έρμαια μιας ανώριμης και ξεκάθαρα ασεβούς προς το πρόσωπό μας συμπεριφοράς, από κάποιον που έχουμε ψηλά και σαν ετεροπολικοί μαγνήτες αφηνόμαστε να αρόμεθα και να φερόμεθα κατά το δοκούν του αμόρε.
Για πάντα; Όχι. Έρχεται κάποια στιγμή η ριμάδα η μέρα που πρώτα καταλαβαίνουμε την αξία μας κι έπειτα ανοίγουμε τα μάτια μας και βλέπουμε πόσο ακατάλληλο είναι το πρόσωπο στο οποίο επιμένουμε να δίνουμε μια θέση στη ζωή μας. Πόσο ταπεινωτικά είναι τα πηγαινέλα του. Πόσο απούσα η αγάπη του τόσο καιρό και πόσο παρούσα η δική μας. Όλα εκείνα που έχουμε ανάγκη και το άτομο αυτό ούτε καν μισά δεν επιθυμεί να μας τα προσφέρει.
Έρχεται η μέρα που ξενερώνουμε κι εμείς. Αυτή η μέρα, δε, συγκαταλέγεται στις καλύτερες της ζωής μας. Ξαλαφρώνουμε, βλέπεις. Και πρόσεξε, το δικό μας το ξενέρωμα δεν είναι μιας χρήσης και μετά το αποσύρουμε και το πετάμε στα σκουπίδια. Ούτε το φοράμε όποτε μας βολεύει, (όπως έκαναν κάποιοι άλλοι -ονόματα δεν λέω, οικογένειες δε θίγω).
Γιατί άπαξ και ξενερώσει κάνεις με τον ξενερωμένο, είναι οριστικό. Έχουμε ζήσει χωρισμούς και επανασυνδέσεις, τα πάνω και τα κάτω, κάθε είδους «μαζί » και «χώρια» με το άτομο αυτό και είχαμε πολύ χρόνο να σκεφτούμε αν μας κάνει ή όχι. Και καταλήγουμε στο μάθημα που έπρεπε να πάρουμε. Σε ένα ξενέρωμα, συνοδευόμενο από πολύ απογοήτευση αυτή τη φορά. Με αποτέλεσμα, όποιος ξενερώνει τελευταίος, να ξενερώνει χειρότερα και μια για πάντα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου