Δε μ’ αρέσουν οι περαστικοί άνθρωποι. Αυτοί που κάθονται για λίγο, δένονται για λίγο και μετά φεύγουν για λίγο. Αλλά έρχονται ξανά. Άλλες φορές μπορεί να τους πετύχεις τυχαία στο δρόμο κι άλλες εσκεμμένα πετάγονται στο διάβα σου, λες και δεν έχουν αρπάξει αρκετά μέχρι τώρα.

Στην αρχή, άσχετα από τ’ ό,τι η παρουσία τους ήταν ανούσια, ακόμα κι αν εγώ την έβλεπα πνιγμένη στην ουσία, πίστευα πως κι οι άγνωστοι, που το ψωμί τους είναι οι εφήμερες σχέσεις, δίνουν και κανένα μάθημα. Αλλά αυτό έγινε την πρώτη φορά, άντε τη δεύτερη. Μετά δε χρειάστηκα κανένα ξένο να μου πει το ποιος αξίζει να βρίσκεται στη ζωή μου και ποιος όχι. Το ήξερα από μόνη μου. Κι άμα δεν το ήξερα, το συνειδητοποιούσα στη συνέχεια. Κι έτρωγα τα μούτρα μου. Τουλάχιστον το έκανα μόνη μου.

Έτσι κι εσύ, εμφανίζεσαι κι εξαφανίζεσαι απ’ τη ζωή μου, με τρόπο τόσο αριστοτεχνικό που θα έβαζες κάτω τον καλύτερο μάγο. Στην αρχή δεν είχα καταλάβει ότι ήσουν απ’ «αυτούς». Θυμάσαι που το έλεγα κάθε φορά κι εσύ γελούσες γιατί ποτέ δεν καταλάβαινες ποιους εννοούσα; Ε, τελικά εννοούσα και σένα μέσα σ’ αυτούς, αλλά δεν το είχα πάρει χαμπάρι ούτε εγώ.

Κλειστός όσο κανένας, με μυστήριο βλέμμα και λόγια που δεν μπορούσα ώρες-ώρες να ερμηνεύσω. Κι εγώ προσπαθούσα και προσπαθούσα, χάνοντας τα λογικά μου, στριφογυρνώντας το βράδυ στο κρεβάτι μου, αναλύοντας, υπολογίζοντας και στο τέλος καταλήγοντας στο τίποτα. Γιατί στο τίποτα μείναμε. Άλλωστε, δεν ήμασταν για κάτι παραπάνω.

Εμφανιζόσουν για λίγο και μετά γινόσουν καπνός, που με έπνιγε τις ημέρες που δε σε έβλεπα. Καπνός που δεν μπόρεσα καν να φτάσω, άσχετα αν κάπνιζα τις μισές βιομηχανίες. Ο δικός σου καπνός ήταν από εκείνους που δε θόλωναν μόνο τα μάτια, αλλά και το μυαλό. Και θόλωνες τις σκέψεις κι όσα ήθελα κι έκανες πυροτεχνήματα να πετάγονται αριστερά και δεξιά κάθε που σε έβλεπα. Και μετά απ’ όλα αυτά, έφευγες και τα πυροτεχνήματα έσκαγαν στο πρόσωπό μου και δημιουργούσαν πληγές που προσπαθούσαν να κλείσουν οι άλλοι.

Αλλά πλέον μεγάλωσα κι έμαθα, η ίδια, να ράβω τις πληγές μου. Δεν έχω ανάγκη τα δικά σου πυροτεχνήματα, ανάβω εγώ τα δικά μου, χωρίς να φοβάμαι αν θα σκάσουν πάνω μου. Μπόρεσα πλέον να καλύψω την απουσία του δικού σου καπνού, χωρίς να με πνίγει. Γιατί δε θέλω ανθρώπους στη ζωή μου που με θυμούνται όποτε εκείνοι θέλουν. Δε θέλω περαστικούς στη ζωή μου. Ό,τι ήταν να πάρω απ’ αυτούς, το πήρα.

Εσύ με έμαθες πώς είναι ο ενθουσιασμός, πώς μοιάζει ο έρωτας μέσα σε λίγους μήνες, πώς από ‘κει που δε σήκωνα το βλέμμα να κοιτάξω το πλήθος, πλέον ψάχνω το βλέμμα σου μέσα στα μάτια τους. Μόνο που όλα μοιάζουν ίδια.

Όλα αυτά όμως «για λίγο». Λίγες παρουσίες, λίγη επικοινωνία, λίγα λόγια, λίγα φιλιά. Και μισά. Μισές νύχτες, μισές συζητήσεις, μισά συναισθήματα, μισή ανασφάλεια. Αυτή την ψεύτικη, που εξατμιζόταν κάθε φορά μαζί σου. Γιατί γι’ αυτά είσαι εσύ. Για τα ανεκπλήρωτα και τα μη αμοιβαία.

Κι αν κορόιδευες τους άλλους, εσύ γιατί έγινες σαν κι αυτούς;  Εσύ γιατί πλήγωσες στο όνομα εκείνον που σε πλήγωσαν; Εσύ γιατί νόμιζες ότι όλοι θα χορεύουν στο ρυθμό που παίζουν τα δικά σου χέρια;

Μια μέρα σου είχα πει ότι άμα φύγεις να μη γυρίσεις ξανά κι εσύ γελούσες μαζί μου κι έλεγες πως έγινα κι εγώ σαν εκείνη, στο αγαπημένο μου βιβλίο, που απεγνωσμένη να δει την αγάπη του αγοριού της, τον άφησε να φύγει κι αυτός δε γύρισε ποτέ. Και μαζεύτηκες όταν σε ρώτησα αν θα έκανες το ίδιο, είπες μια-δυο μαλακίες κι άλλαξες το θέμα.

Και μια μέρα θύμωσα μαζί σου, που με παίρνεις τηλέφωνο όποτε θες, που μου χαρίζεις τα εφήμερα φιλιά ενώ εγώ πνιγόμουν στα συναισθήματά μου, που συμβιβάστηκα με άλλα απ’ αυτά που ήθελα, που δεν έκατσες ποτέ να δούμε το ξημέρωμα, που ποτέ δεν ασχολήθηκες να διαβάσεις κάτι απ’ τις μαλακίες που έγραφα.

Αλλά, να σου πω κάτι; Δε μου αξίζει να με θυμούνται όποτε θέλουν. Αν είναι να με θυμούνται, ας το κάνουν κάθε μέρα, όχι όποτε τους καπνίσει. Και μέσα στην τρέλα και στη ζαλάδα μου, ακόμα και τότε δε θα προσμένω την αναμονή σου. Και δε θα πίνω για ‘σένα, ούτε θα ανάβω τα τσιγάρα ένα-ένα για να θυμηθώ τα πυροτεχνήματά σου.

Πέρνα κι εσύ, περαστικέ, κάνε ένα τσιγάρο μαζί μου στο σκαλάκι πάνω απ’ το σπίτι μου κι όταν τελειώσει το πακέτο φύγε. Αυτό θα μάθω να λέω κι εγώ.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη