«Τα πλεονεκτήματα του να είσαι στο περιθώριο». Μετράει κάπου στα πέντε χρόνια από τότε που βγήκε, κι ομολογώ ότι είναι ακόμη χαραγμένη στο μυαλό μου. Συγκεκριμένα, είναι μία φράση που βάζει αλάτι στις πληγές και ξυπνάει χορδές που στην πραγματικότητα θα προτιμούσαμε να κοιμούνται.
Υπάρχει λοιπόν, μία σκηνή στην ταινία που μιλάνε οι συμπρωταγωνιστές κι αναρωτιούνται γιατί εμείς κι όσοι αγαπάμε, διαλέγουμε να αγαπήσουμε ανθρώπους που μας φέρονται σαν να μην είμαστε τίποτα. Κι η απάντηση σε χτυπάει περισσότερο κι από νοθευμένο ποτό. «Δεχόμαστε την αγάπη που νομίζουμε ότι αξίζουμε» πετάει ο πρωταγωνιστής και μένεις κόκκαλο. Τόσο απλές λέξεις, που όμως όταν ενωθούν όλες μαζί, βγάζουν ένα τόσο πολύπλοκο και τεράστιο νόημα.
Εκ πρώτης όψεως, δεν το επεξεργάζεσαι τόσο πολύ. Μετά όμως έρχεται όλο και περισσότερο στο μυαλό σου, όταν συνειδητοποιείς πόσο πολύ ταιριάζει αυτή η απάντηση σε πολλά ερωτήματα που δεν έχεις καταφέρει μέχρι στιγμής να λύσεις. Η έκφραση αυτή αναφέρεται σε εκείνους τους ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους ανίκανους να αγαπηθούν με αποτέλεσμα να συμβιβάζονται με την καταχρηστική αγάπη, μία «αγάπη» που βασίζεται στην συναισθηματική εκμετάλλευση και την ψυχική χειραγώγηση.
Έτσι, προσελκύουν ανθρώπους που τους συμπεριφέρονται όπως οι ίδιοι πιστεύουν πως θα έπρεπε να τους συμπεριφέρονται. Μερικοί, έχοντας μεγάλη αυτοεκτίμηση, δε συμβιβάζονται με κάτι που είναι κάτω από αυτό που πιστεύουν πως αξίζουν. Άλλοι δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά. Ουσιαστικά, η φράση λέει πως όπως βλέπεις εσύ τον εαυτό σου έτσι κι οι άλλοι με τον ίδιο τρόπο θα σου συμπεριφερθούν. Αν πιστεύεις ότι αξίζεις πολλά, αυτά είναι που θα πάρεις. Αν απ’ την άλλη πιστεύεις πως δεν είσαι καλός άνθρωπος, θα συμβιβαστείς με πολύ λιγότερα απ’ όσα αξίζεις στην πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι πλέον η αγάπη φοβίζει. Είναι στενάχωρο να ξέρεις πως κάτι τόσο όμορφο, όσο είναι η ίδια η αγάπη, έχει καταντήσει να τρομάζει ανθρώπους, αντί να τους κάνει ευτυχισμένους. Σε άλλες εποχές, όταν ήξερες πως περιβάλλεσαι από αγάπη θα ήθελες να τρέξεις στους κάμπους και στα λιβάδια, πιστεύοντας πως ευτυχέστερος άνθρωπος από εσένα δεν υπάρχει. Πλέον προσπαθείς να βρεις μέρος να κρυφτείς.
Αν μη τι άλλο, είναι αμέτρητοι οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αποφάσισαν να φοβούνται την αγάπη και να της συμπεριφέρονται σαν κάτι επικίνδυνο. Άλλοι προδομένοι από προηγούμενες σχέσεις, άλλοι δεν την έλαβαν ποτέ όπως έπρεπε, άλλοι την μπέρδεψαν με κάτι άλλο. Τι να το κάνεις; Πληγωμένοι είμαστε οι περισσότεροι και ζούμε με τον φόβο μήπως βρεθεί κάποιος άνθρωπος που θα μας αγαπήσει. Ακούγεται τόσο γελοίο. Από ‘κει που περιμέναμε την αγάπη σαν παιδί που περιμένει το πρωτοχρονιάτικο του δώρο, πλέον καταντήσαμε να τρομάζουμε στην ιδέα ότι μπορεί να τη βρούμε.
Κι όλα αυτά; Γιατί αφήσαμε κάποιους άλλους, που με το πρόσχημα της αγάπης, μας πήδηξαν τον εσωτερικό κόσμο και την εικόνα που είχαμε για τους ίδιους μας τους εαυτούς. Πάτησαν την αυτοεκτίμησή μας, την αυτοπεποίθησή μας, δεν έχασαν την ευκαιρία να μας μειώσουν με όποιο τρόπο βρουν. Μας γέμισαν φόβο κι εφιάλτες το βράδυ, από σκιές που τρέχανε να βρούνε πόρτες να φύγουν. Εξαιτίας τους καταντήσαμε να μην εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους, πόσο μάλλον τις λέξεις που έβγαιναν απ’ το στόμα τους.
Μας έκαναν να πηγαίνει ο νους μας στο κακό κάθε φορά που κάποιος μας πλησίαζε, να μην τολμάμε να κοιτάξουμε άνθρωπο στα μάτια, να φεύγουμε όταν κάποιος έκανε έστω και μια μικρή απόπειρα να έρθει λίγο πιο κοντά μας. Μας χάρισαν κλάματα που δεν είχα σταματημό μπροστά σε φίλους ή σε καθρέφτες, βλέποντας πρόσωπα που μύριζαν λύπηση από μακριά.
Μας χάρισαν ανασφάλειες, από εκείνες που μέρα με τη μέρα μεγαλώνουν σαν τέρας και σου τρώνε το μεδούλι σιγά-σιγά, χωρίς σταματημό, χωρίς έλεος. Μας χάρισαν ανεξέλεγκτες κρίσεις πανικού, που δε σταματούσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, όπου κουρασμένοι πέφταμε για ύπνο.
Καταντήσαμε μόνοι κι άδειοι από συναισθήματα, να μετράμε ένα-ένα τα λάθη που κάναμε, πιστεύοντας πως αυτό αξίζουμε, να μη μας αγαπάει κανείς. Τα όνειρα που δεν κυνηγήσαμε, τους έρωτες που δεν εκπληρώθηκαν, τις προσπάθειές μας να γεμίσουμε τη μοναξιά που νιώθουμε το βράδυ, τους φίλους που δεν κάναμε τα πάντα για να τους κρατήσουμε. Δεν, δεν, δεν. Μία άρνηση που μας κυνηγάει σαν αρρώστια, που στέκεται σαν σκιά προκειμένου να μην αγαπήσουμε αυτό που είμαστε.
Παραμυθιάσαμε τους εαυτούς μας, προκειμένου να κρατήσουμε τη συνήθεια που ξέραμε καλά να αντιμετωπίζουμε. Γιατί δεν είδαμε πως πετύχαμε αυτά για τα οποία χάσαμε ύπνο και θυσιάσαμε τόσα πράγματα. Δεν είδαμε τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μας κι απ’ τον έρωτα νιώθαμε πως θα χάσουμε τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας και τρέμαμε στην ιδέα ότι θα περάσει ο καιρός και θα χαθεί η ευτυχία. Δεν είδαμε πως αυτές οι προσπάθειες για να καλύψουμε το κενό της μοναξιάς μας, ήταν ψεύτικες απόπειρες για να υποδείξουμε στον εαυτό μας αυτό που πιστεύαμε ότι αξίζουμε, όχι αυτό που αξίζουμε στην πραγματικότητα.
Και το κυριότερο; Δε βλέπουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι επιμένουν να βρίσκονται δίπλα μας, να μας χαρίζουν αμέτρητα γέλια, αγκαλιές από εκείνες που ενώνουν τα σπασμένα κομμάτια, «σ’ αγαπάω» που πλανώνται στον αέρα, στιγμές που νιώθεις πως θα σκάσεις από ευτυχία, ματιές που προδίδουν στοργή κι ηρεμία. Στιγμές που νιώθεις την αγάπη να ρέει μέσα σου και νιώθεις ευτυχία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη