Οι άνθρωποι φοβούνται το τέλος. Για την ακρίβεια, ποιος είναι αυτός που δεν το φοβάται; Ποιος μαζεύει τόση δύναμη, σε ποιον περισσεύει τόσο κουράγιο; Ποιος είναι αυτός που δεν τρέμει την ημέρα που ξυπνήσει και τίποτα δε θα θυμίζει την προηγούμενη; Ποιος συμβιβάζεται με τις αλλαγές; Ποιος συνεχίζει ακάθεκτος;
Γιατί, στην πραγματικότητα, κανείς δεν είναι προετοιμασμένος για το τέλος μιας ιστορίας. Ακόμα κι όταν ήμασταν μικροί, μόλις ακούγαμε το «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» ζητούσαμε να μας πουν ξανά την ιστορία. Δε μας ένοιαζε αν ήταν ίδιες οι λέξεις ή οι ίδιοι πρωταγωνιστές. Εμείς θέλαμε να ακούσουμε ξανά το παραμύθι κι ας ξέραμε τα πάντα. Και κάπως έτσι, εθιστήκαμε στο καλό τέλος. Εκείνο που ο πρίγκιπας ξυπνάει την πριγκίπισσα, εκεί που η πρωταγωνίστρια συνειδητοποιεί πόσο ερωτευμένη ήταν με τον κολλητό της, εκεί που ανακαλύπτεις την πραγματική αγάπη, εκεί που κανείς δε φεύγει και τίποτα δε χάνεται.
Στην προσπάθειά μας να ωραιοποιήσουμε κάτι που φοβόμαστε, το γεμίσαμε όμορφες στιγμές που πνίγονται από ευτυχία, από αγάπη και επιτυχία. Βάλαμε φιλιά, αγκαλιές, ηλιοβασιλέματα, κλάματα χαράς. Τίποτα που να θυμίζει τη δυστυχία του τέλους, με ανθρώπους μόνους και γκρίζους. Διαλέξαμε ανθρώπους πολλούς και πολύχρωμους. Γεμάτους χαμόγελα και αφέλεια. Εκείνους που περνούσαν τη μοναξιά τους, στη μονοχρωμία τους, τους πετάξαμε έξω από την ιστορία μας, γιατί δε θέλαμε να μας χαλάσουν το παραμύθι μας. Άσε που δεν είχαμε και καμία σκάλα, για να πέσουμε από το χαρούμενο συννεφάκι μας.
Και κάπως έτσι, διώξαμε καθετί τρομακτικό, καθετί που θύμιζε το τέλος. Εκείνο που θύμιζε σκούρο και μοναχικό. Εκείνο που απέπνεε δυστυχία και λύπη. Συνεχίσαμε να το ντύνουμε με μαύρα ρούχα και το αφήναμε να περιπλανιέται αριστερά και δεξιά, τρομάζοντας τους ανθρώπους. Λες και τα πράγματα κάποια στιγμή στη ζωή δεν τελειώνουν. Λες κι όταν γεννηθήκαμε, μας έδωσαν οδηγίες χρήσης των σχέσεων και κάποιος μας υποσχέθηκε πως αυτές θα κρατήσουν για πάντα.
Έτσι πείσαμε τους εαυτούς μας πως το τέλος ισούται με την αποτυχία. Ότι ίσως εμείς δεν κάναμε κάτι σωστό για να το κρατήσουμε, ότι εμείς φταίμε που δεν έμεινε για πάντα. Γεμίσαμε με αμφιβολίες και φόβο, ότι ίσως δεν είμαστε αρκετοί, για να ζήσουμε κάτι όμορφο. Και σιγά-σιγά το ποτήρι γέμιζε. Γιατί ποιος τολμάει να πει το «τέλος»; Πιστέψαμε πως οι άνθρωποι μετράνε ανάλογα το πόσο κράτησαν μια σχέση, ένα γάμο, μια φιλία. Στήσαμε σαν πιόνια τους εαυτούς μας, ρίξαμε τα ζάρια και ξεκινήσαμε ένα ατέρμονο παιχνίδι σχέσεων, που κανένας δεν ξέρει πότε θα τελείωνε, αλλά όλοι φοβούνται το πού θα αφήσει το τέλος.
Γιατί στην πραγματικότητα, αυτό είναι το πρόβλημα όλων. Δεν τους νοιάζει τόσο το τέλος, αλλά του πού θα είναι. Μερικοί μπορεί να είναι φυλακή, άλλοι θα χαίρονται τα σπίτια και τα ξενοδοχεία που έχτισαν κι άλλοι θα έχουν χάσει τα πάντα -ακόμα κι εκείνα που νόμιζαν ότι δε θα έχαναν ποτέ.
Έτσι είναι και στις σχέσεις. Όταν έρχεται το τέλος, ακόμα κι αν προσπάθησες με νύχια και με δόντια, ακόμα κι αν το κράτησες και το άφησε ο άλλος, σε νοιάζει που θα μείνεις εσύ. Τι θα έχεις να πεις εσύ για τον εαυτό σου. Αν ήσουν στους χαμένους ή στους νικητές. Γιατί εκεί πονάει περισσότερο. Αν εσένα στο τέλος σου έμεινε κάτι, αν μπόρεσες να βγεις νικητής και να πεις ότι το πάλεψες και όχι, ο χαμένος που σύρθηκε μέχρι τη γραμμή, μόνο και μόνο για να τερματίσει.
Γιατί πιστεύουμε πως το τέλος είναι κάτι κακό και οφείλουμε να κάνουμε τα πάνδεινα, προκειμένου να το αποφύγουμε. Να υπομείνουμε άσχημες συμπεριφορές, άδικους ανθρώπους, ανόητες σχέσεις. Γιατί εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε το θάρρος να βροντοφωνάξουμε το τέλος. Γιατί κάποιες στιγμές πρέπει να φεύγεις.
Το τέλος δεν είναι κακό. Το τέλος, βασικά, είναι μια λέξη. Μια άκακη δισύλλαβη λέξη, που υπάρχει μαζί με όλες τις υπόλοιπες και δεν έχει σκοπό να πειράξει κανέναν. Το νόημα, λοιπόν, το δίνει ο καθένας μας. Κι όσο το φοβάσαι, τόσο περισσότερο θα έρχεται. Γιατί το τέλος κρύβεται παντού. Τελειώνουμε την ημέρα μας, το φαγητό μας, την μπαταρία του κινητού μας, τις σχέσεις μας. Όλα τα πράγματα πάνω σ’ αυτή τη γη έχουν μια αρχή και ένα τέλος.
Γιατί κάποιες στιγμές το καλό τέλος που θέλουμε δεν είναι ένας άλλος άνθρωπος. Το καλό τέλος είναι η απόφασή μας να προχωρήσουμε. Μόνοι μας. Σε ένα τεντωμένο σκοινί που τρεμοπαίζει. Κι εμείς μόλις σηκωθήκαμε. Το καλό τέλος κρύβεται σε εμάς μέσα, σε ένα τσιγάρο στα βραχάκια της θάλασσας την ώρα που πέφτει ο ήλιος. Το τέλος κρύβεται στη σκέψη ότι είμαστε μόνοι μας και είμαστε καλά με αυτό. Στο ότι είμαστε μεγάλοι για να φοβόμαστε τη μοναξιά -ακόμα κι αν ξεγελάμε τους εαυτούς μας.
Στο «αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει» που είπε και ο Ουράνης.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου