Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που σε είδα τελευταία φορά. Κοίτα να δεις πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός. Όλο αυτό το διάστημα, είτε το ήθελα είτε όχι, πάντα ήσουν μέσα στο μυαλό μου. Ασχέτως το διάβασμα, τα μαθήματα, τις δραστηριότητές μου. Πάντα είχες ένα μαγικό τρόπο να τρυπώνεις μέσα στο κεφάλι μου, θυμίζοντάς μου πάλι την απουσία σου. Ίσως επειδή πληγώθηκα τόσο πολύ, ίσως επειδή κι εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου ερωτεύτηκα κι έπεσα με τα μούτρα. Εξάλλου, κάτι τέτοια δεν τα επιλέγεις, απλά συμβαίνουν.
Κι όσο ο καιρός περνούσε, το κενό μέσα μου μεγάλωνε. Έλεγα κι εγώ ως άνθρωπος ότι εντάξει ερωτεύτηκα, πληγώθηκα κι ό,τι όλο αυτό θα περάσει. Αποφάσισα να αντιμετωπίσω αυτό το πρόβλημα όπως κάθε άλλο στη ζωή μου. Όταν είσαι άπειρος με κάτι τέτοιες καταστάσεις, απλά ποντάρεις ποια μέθοδος θα σε βοηθήσει να ξεχάσεις από αυτές που ήδη χρησιμοποιείς. Το κακό όμως έγινε όταν συνειδητοποίησα ότι ήμουν λίγο χαμένη.
Παρ’ όλο που προσπάθησα να βάλω άλλους ανθρώπους στη ζωή μου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μου αποδείκνυαν πως κανένας δεν ήταν σαν κι εσένα. Κι ενώ καταλάβαινα πως δεν μπορώ να σε βρω σε κανένα άλλο άνθρωπο, εγώ συνέχιζα να πιστεύω πως θα βρω ένα πιστό αντίγραφό σου και θα μπορούσα να ήμουν κι ευτυχισμένη με αυτό.
Κι έτσι απλά συμβιβαζόμουν με κάτι που σου έμοιαζε στο μισό, μετά στο λίγο και μετά στο καθόλου. Είχα πείσει τον εαυτό μου πως ένας άνθρωπος που σου έμοιαζε στην εξωτερική εμφάνιση, σίγουρα θα σου έμοιαζε και στο μέσα. Κι όσο απογοητευόμουν, τόσο πείσμωνα. Έβλεπα τους καθρέφτες που είχα φτιάξει για κάθε άνθρωπο που μου θύμιζε εσένα, να σπάνε και να φαίνεται το πραγματικό τους πρόσωπο. Ήταν σαν να εθελοτυφλούσα εσκεμμένα.
Οι άνθρωποι ερχόντουσαν κι έφευγαν, εγώ έμπαινα στο τριπάκι να τους συγκρίνω με σένα, εκείνοι έχαναν κι εγώ έμενα πάλι με τη μοναξιά μου να κάνω παρέα. Στο τέλος, απλά προσπαθούσα να καλύψω το κενό σου με ό,τι μπορούσα. Σωστές γνωριμίες, λάθος timing. Λάθος γνωριμίες, σωστό timing.
Δε θα το αρνηθώ. Έκανα πολλά λάθη. Πλήγωσα ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν μου έκαναν τίποτα, άλλαξα χωρίς να το συνειδητοποιήσω. Όλα στο βωμό προκειμένου να σε καταλάβω έστω και λίγο, να μπω μέσα στο μυαλό σου, να βρω μια δικαιολογία για ό,τι έκανες και να απαλύνω τον πόνο μου. Στο τέλος λοιπόν έγινα κάτι που δεν αναγνώριζα, γεγονός που άρχιζε να με τρομάζει. Έγινα εσύ.
Όσο και να μισούσα το ότι έγινα ένα πιστό αντίγραφό σου, δε σταμάτησες να μου λείπεις. Ευχόμουν να σε δω κάπου τυχαία ή έστω να μου στείλεις ένα μήνυμα αφού δεν μπήκες καν στον κόπο να δώσεις εξηγήσεις πριν φύγεις. Αλλά εσένα δεν ήταν του γούστου σου οι έρωτες. Ούτε οι πολλές αγκαλιές, ούτε οι ζωγραφισμένες καρδούλες. Τα έκραζες κι ακόμα το κάνεις.
Οι μέρες έγιναν μήνες, οι μήνες έγιναν χρόνος και τώρα το κοντέρ δείχνει το νούμερο δύο. Όσο τραγικό κι αν μου φαινόταν τότε ότι ο μόνος σύμμαχος που είχα ήταν ο χρόνος, τώρα κατάλαβα ότι ήταν κι ο καλύτερος. Που να φανταστώ ότι με το πέρασμα του χρόνου απλά θα αρχίσω να σε ξεχνάω. Ότι πλέον δε θα αναζητώ αιτίες και δικαιολογίες. Δε θα περιμένω να σε δω κάπου, δε θα κοιτάω το κινητό μου μήπως κι έστειλες μήνυμα.
Δεν είναι ότι ξεχνάω εσένα ως άνθρωπο. Θυμάμαι καλά ποιος ήσουν. Απλά όσο περνάει ο καιρός, το πρόσωπό σου γίνεται πιο θολό, τα χαρακτηριστικά σου με δυσκολία μου έρχονται στο μυαλό, με το ζόρι κάνω εικόνα το χαμόγελό σου. Οι αναμνήσεις μαζί σου χάνουν τις λεπτομέρειές τους κι απλά γίνονται θαμπά κομμάτια απ’ το παρελθόν.
Ίσως αν περάσει ο απαραίτητος καιρός να έχω και κενά μνήμης, ποιος ξέρει. Μπορεί να με φοβίζει όλο αυτό, πάντως χαίρομαι που πλέον δεν έχεις καμία δύναμη πάνω μου, είτε υπάρχεις στη ζωή μου, είτε απλά σαν φάντασμα στο μυαλό μου. Οι πληγές κλείνουν τελικά…
Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Νικολοπούλου: Πωλίνα Πανέρη